Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Κώστας Μελάς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Κώστας Μελάς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κώστας Μελάς: «Η εξέλιξη βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών την τριετία 2020-2022»

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τη συγκεκριμένη τριετία διευρύνθηκε σημαντικά, κινούμενο πλέον σε επικίνδυνα επίπεδα...

Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε το 2020 κατά 4,3%, το 2021 αυξήθηκε 7,6%, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2022 μειώθηκε κατά 7,28% και το τρίτο τρίμηνο μειώθηκε επίσης κατά 1,7%. Συνολικά και για ολόκληρη την τριετία το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών υπολογίζεται ότι θα είναι αρνητικό...

 

Κώστας Μελάς *


Βρισκόμαστε λίγους μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται περίπου 3,5 έτη στη διακυβέρνηση της χώρας. Νομίζω μια πρώτη απεικόνιση των εξελίξεων στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας την περίοδο αυτή είναι χρήσιμη όσο και αναγκαία προκειμένου να αντιληφθούμε, όσο είναι δυνατόν, τη συνολική αλήθεια που απορρέει από τους αριθμούς και όχι από μερικές προσεγγίσεις.

Θα αναφερθώ σε στοιχεία των ετών 2020, 2021, 2022, θεωρώντας το 2019 ως έτος που δεν ανήκει σε καμία από τις δύο κυβερνήσεις που ήταν στην εξουσία ένα εξάμηνο καθεμία. Θα παραθέσω, κατ’ αρχάς, έναν πίνακα με τις συνολικές εξελίξεις και στη συνέχεια θα προβώ σε ορισμένες απλές επεξηγήσεις.

Σχολιασμός

- 1. Την τριετία 2020-2022 ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν 1,66%.

- 2. Επειδή τα μακροοικονομικά μεγέθη είναι αλληλένδετα και επειδή τα οικονομικά μεγέθη είναι «εναλλακτικού κόστους», η επίτευξη αυτού του ρυθμού μεγέθυνσης επιτεύχθηκε με αύξηση του ελλείμματος του πρωτογενούς ισοζυγίου κατά μέσο ετήσιο όρο ίσο με 4,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ή κατά 8,1 δισ. ευρώ.

- 3. Η αύξηση αυτή είχε αυξητική (αρνητική) επίδραση στον λόγο Δ.Χ./ΑΕΠ. Λόγω της μεγάλης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, εκτιμάται στο 15,5%, το 2022 αναμένεται μείωση του λόγου Δ.Χ./ΑΕΠ στο 171,0% (μείωση 23,5 ποσοστιαίων μονάδων). Παρά τη μείωση του λόγου Δ.Χ./ΑΕΠ, το Δ.Χ. σε απόλυτα νούμερα θα συνεχίσει να αυξάνεται όσο τα πρωτογενή αποτελέσματα της Γ.Κ. δεν καλύπτουν την πληρωμή των τόκων του Δημοσίου.

- 4. Θετική ήταν η εξέλιξη του ΑΣΠΚ, κυρίως το 2022, λόγω και των πόρων 2,1 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και της αύξησης των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Η αθροιστική αύξηση των δύο αυτών μεγεθών, το 2022, υπερβαίνει την αύξηση του συνόλου του ΑΣΠΚ, γεγονός που δείχνει την υστέρηση του εγχώριου ιδιωτικού τομέα στον τομέα αυτό.

- 5. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε το 2020 κατά 4,3%, το 2021 αυξήθηκε 7,6%, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2022 μειώθηκε κατά 7,28% και το τρίτο τρίμηνο μειώθηκε επίσης κατά 1,7%. Συνολικά και για ολόκληρη την τριετία το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών υπολογίζεται ότι θα είναι αρνητικό.

- 6. Ο πληθωρισμός (Εθνικός ΔΤΚ) αυξήθηκε από 0,3% το 2019 σε 9,6% το 2022.

- 7. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τη συγκεκριμένη τριετία διευρύνθηκε σημαντικά, κινούμενο πλέον σε επικίνδυνα επίπεδα, θυμίζοντας παλαιές εποχές. Διατυπώνεται η άποψη ότι τουλάχιστον για το έτος 2022 αυτό οφείλεται στην αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων. Η απάντηση είναι διπλή: τουλάχιστον το 1/2 του παρουσιαζόμενου ελλείμματος πράγματι μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση των τιμών ενέργειας, αλλά το υπόλοιπο προφανώς οφείλεται στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.

Η δεύτερη απάντηση είναι ότι κανείς δεν είναι σίγουρος ότι οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων θα μειωθούν στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Οι προβλέψεις για το 2023 υποστηρίζουν ότι το βαρέλι το πετρέλαιο θα κινηθεί κοντά στα 105 δολάρια και το φυσικό αέριο στα 140-150 δολάρια ανά MWh.

- 8. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσιάζουν αύξηση. Μεγαλύτερη αύξηση, όμως, παρουσιάζουν οι αντίστοιχες εισαγωγές, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Κύρια αιτία, η συνεχής αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, παρά την πολλαπλώς διαφημιζόμενη αύξηση των εξαγωγών αγαθών. Οι πολυδιαφημισμένες εξαγωγές δεν μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ σε μια οικονομία όπως η ελληνική με τη σημερινή παραγωγική δομή. Η αναφορά στο μέγεθος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ανεξάρτητα από το αντίστοιχο μέγεθος των εισαγωγών εάν δεν γίνεται για λόγους σκοπιμότητας, γίνεται από λόγους άγνοιας. Τα δύο μεγέθη συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους: πρώτον, είτε λόγω των αναγκών της ελληνικής παραγωγής για πλήθος εισαγόμενων πρώτων υλών, ημικατεργασμένων και μηχανημάτων για την παραγωγή των ελληνικών προϊόντων, μέρος των οποίων στη συνέχεια εξάγεται (δηλαδή, χαμηλή προστιθέμενη αξία της ελληνικής παραγωγής), είτε για την άμεση κάλυψη πλήθους καταναλωτικών αναγκών. Δεύτερον, για τον λόγο ότι ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών αφορά έσοδα από τον τουρισμό, τα οποία θεωρούνται «οιονεί» παραγόμενα εγχωρίως και τα οποία ως εισαγόμενοι πόροι ανακυκλώνουν, συντηρούν και διευρύνουν το εμπορικό έλλειμμα, κατευθυνόμενα σε εισαγωγές πάσης φύσεως αγαθών, εμποδίζοντας εν τοις πράγμασι τη διεύρυνση της στενής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.

Επίσης, για το 2022 ο υψηλός πληθωρισμός έχει διογκώσει την αξία των εξαγωγών και των εισαγωγών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών το 9μηνο του 2022 σε τρέχουσες τιμές ήταν 77,694 δισ. ευρώ, ενώ σε σταθερές τιμές του 2015 ήταν 55,192 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές σε τρέχουσες τιμές ήταν 88,436 δισ. ευρώ, ενώ σε σταθερές τιμές 62,771 δισ. ευρώ. Υπολογίζω έναν αποπληθωριστή του 40,0%. Αυτό για να μην νομίσουμε ότι ξαφνικά γίναμε εξαγωγική χώρα.

- 9. Οι παρατιθέμενοι αριθμοί απεικονίζουν την εξέλιξη ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών, για του λόγου το αληθές. Τίποτα περισσότερο. Φυσικά, για να αποκτήσουν οικονομικό νόημα, όλα τα παραπάνω υπόκεινται στο θεωρητικό υπόδειγμα που ακολουθείται.

* Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Κώστας Μελάς: Μήπως ξαναζούμε την εποχή Σημίτη ή πως η ιστορία επαναλαμβάνεται μετεξελισσόμενη

Με την κοινωνία στο περιθώριο, χωρίς ολοκληρωμένη ενημέρωση για τις επιπτώσεις των αλλαγών στην οικονομία και κοινωνία, στο βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των πολιτών, δύσκολα θα υπάρξει ήπια και απρόσκοπτη μετάβαση στη νέα οικονομική και κοινωνική εποχή.

Κώστας Μελάς*

1. Η ελληνική οικονομία στα 200 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους έχει πραγματοποιήσει διαχρονικά σημαντική πρόοδο ώστε σήμερα να βρίσκεται, παρά την υπερδεκάχρονη βαθιά κρίση, στις 30 πρώτες αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη.

Η ιστορική πορεία της ελληνικής οικονομίας στηρίχθηκε σε ένα ιδιόμορφο παραγωγικό υπόδειγμα το οποίο ποτέ δεν κατάφερε να ενσωματώσει ουσιαστικά τις μεγάλες τεχνολογικές εξελίξεις που εμφανίστηκαν από την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επί της ουσίας «έχασε» τις δύο βιομηχανικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα, και την ηλεκτρονική επανάσταση του τέλους του 20ού αιώνα. Στο παραγωγικό της υπόδειγμα ενσωμάτωσε πάντοτε μια μέση και χαμηλή τεχνολογία με ελάχιστες ίσως, κατά καιρούς, νησίδες υψηλότερης τεχνολογίας. Σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με την επανάσταση της ψηφιακής-τεχνιτής νοημοσύνης η οποία ειρήσθω εν παρόδω ήδη έχει ενσωματωθεί σε μεγάλο βαθμό στις προηγμένες οικονομίες.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αφορμή τους πόρους που θα εισαχθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης επαναφέρει πάλι σε πρώτο πλάνο την αλλαγή του υφιστάμενου παραγωγικού υποδείγματος κυρίως με την ενσωμάτωση της νέας ψηφιακής τεχνολογίας. Η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας είναι μια παλιά συζήτηση, η οποία διαρκεί στη χώρα τουλάχιστον από τις αρχές της μετεμφυλιακής περιόδου. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν αυτό που συνέβη ήταν ένας «ποσοτικός εκσυγχρονισμός» της οικονομίας που δεν ήταν πάντοτε προς τη σωστή κατεύθυνση. Ως παράδειγμα αναφέρω την υπέρμετρη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών (με ενσωμάτωση χαμηλής τεχνολογίας, π.χ. τουρισμό και εμπόριο). Είναι τουλάχιστον άξιον απορίας από πού απορρέει η υπέρμετρη αισιοδοξία της κυβέρνησης ότι μπορεί να δρομολογήσει τέτοιες αλλαγές που θα θίξουν τα δομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας που ανιχνεύονται σχεδόν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το ότι ομιλεί για αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος εν έτει 2021 και όχι για εκσυγχρονιστική προσαρμογή σε επιμέρους τομείς και σημεία δείχνει το μέγεθος του εγχειρήματος στο οποίο ενυπάρχουν εξαρχής όλα τα σπέρματα της αποτυχίας. Τι είναι αυτό που κάνει την κυβέρνηση να πιστεύει ότι αυτή τη φορά θα μπορέσουν τα πράγματα να είναι διαφορετικά;

Αν θεωρεί η κυβέρνηση ότι είναι ο όγκος των πόρων που θα έχει στη διάθεσή της θα πρέπει να γνωρίζει ότι και στα τελευταία 70 χρόνια έχουν υπάρξει ανάλογες περιπτώσεις, το σχέδιο Μάρσαλ, τα Μεσογειακά προγράμματα, τα πακέτα Ντελόρ και γενικά τα Κοινοτικά Προγράμματα Στήριξης. Με τα προγράμματα αυτά εισέρευσαν στην ελληνική οικονομία μεγάλα χρηματικά ποσά για να χρηματοδοτήσουν διάφορα εμβληματικά έργα που θα οδηγούσαν στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος και τη χώρα σε νέες επιτυχίες. Γνωρίζουμε, εκ του αποτελέσματος, ότι τα μεγάλα αυτά ποσά δεν οδήγησαν στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, τα ονομαζόμενα «δομικά προβλήματα» της ελληνική οικονομίας δεν ξεπεράστηκαν, αλλά, ως εκ θαύματος, η ελληνική οικονομία έκανε σημαντικά βήματα προόδου και πήρε θέση στις πλέον αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Οι φοβεροί σχεδιασμοί, τα αλλεπάλληλα μεγαλεπήβολα σχέδια επί χάρτου παρέμειναν στα γραφεία όσων τα σχεδίασαν και οι ανάλογες φιλοδοξίες των κυβερνήσεων που παρέμειναν να αιωρούνται στον αέρα της ανυπαρξίας στοιχειώνουν και τη σημερινή κυβέρνηση.

Αν ακόμη θεωρεί η κυβέρνηση ότι η οικονομική της ιδεολογία της παρέχει τη δυνατότητα να διαβάζει σωστά την πραγματικότητα και να επεμβαίνει σε αυτή, όλη η τελευταία περίοδος της κρίσης, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει δείξει περίτρανα τις αποτυχίες της και μάλιστα σιγά-σιγά έχουν αρχίσει να αναθεωρούνται βασικά της θεωρητικά δόγματα.


2. Έχω την αίσθηση ότι ξαναζούμε, την αλήστου μνήμης εποχή του Σημίτη. Μεγάλα λόγια, υπεραισιόδοξες προβλέψεις, όλα κινούνται προς τη «σωστή» κατεύθυνση. Τίποτε δεν γίνεται λάθος. Τα πάντα διεκπεραιώνονται με τον αποτελεσματικότερο τρόπο. Οι «μεταρρυθμίσεις» νομοθετούνται κατά ριπάς, υπερακοντίζοντας ακόμη και αυτές των υπολοίπων χωρών της ΕΕ, μάλιστα σε μια εποχή που πλέον έχουν σχεδόν όλοι αποδεχτεί τα οδυνηρά αποτελέσματα των σχεδόν σαράντα χρόνων της λεγόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής και κάτι επιχειρείται να μεταβληθεί. Όμως στην Ελλάδα η κυβέρνηση εξακολουθεί να παρατηρεί την πραγματικότητα κοιτώντας μέσα από τα κατασκευασμένα γυαλιά με υλικά που της επιτρέπουν να βλέπει μόνο αυτό που επιθυμεί.

Αξίζει, σε αυτό το σημείο, να θυμηθούμε την εποχή των κυβερνήσεων Σημίτη:

─ Την 01.01.2001 η Ελλάδα εισήλθε με πανηγυρικούς τόνους στη ζώνη του ευρώ. Η είσοδος αυτή επιχειρήθηκε να χαρακτηρισθεί ως το μέγιστο βήμα προόδου της ελληνικής οικονομίας τη μεταδιδακτορική πολιτική περίοδο της χώρας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996-2004) στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην οικονομία όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές, αλλά και υπερέβαλαν πολλάκις υπερακοντίζοντας σε κομπορρημοσύνη και σε ψεύτικες υποσχέσεις. Ο όρος «ισχυρή οικονομία», αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη. Προέκυψε κυρίως ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης, αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997-2004. Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επί τέλους την «επαναθεμελίωση» του κοινωνικού κράτους. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο χάραξης της οικονομικής πολιτικής προτάσσοντας τους ίδιους στόχους και με τη χρησιμοποίηση των ίδιων μέσων. Τα προβλήματα της εισόδου στην ευρωζώνη άρχισαν σιγά-σιγά να εμφανίζονται σκληρά και αδυσώπητα, αφήνοντας πίσω τις πρώτες μέρες ευφορίας. Τα μνημόνια ακολούθησαν ως εύλογη κατάληξη αυτής της απίστευτης άσκησης πολιτικής.

─ Όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων χρόνων (2001-2021) η ένταξη στην ευρωζώνη ούτε αποτελεί οικονομική πανάκεια ούτε ισχυροποίησε αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αντιθέτως, θα έλεγα, φαίνεται και διά γυμνού οφθαλμού, ότι τα εθνικά προβλήματα έχουν αυξηθεί και η ελληνική οικονομία ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία χωρίς καμία αναβάθμιση του παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο στηρίζεται στον τουρισμό και στο real estate. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς τη φθίνουσα πορεία της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς που θέτει αμετάκλητα το διεθνές σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Τα φιλοκυβερνητικά μέσα κατακλύζονται καθημερινά από θετικές ειδήσεις για την οικονομία. Δυστυχώς όλα συνοδεύονται από το μόριο θα και παραπέμπονται στο προσεχές ή μακρύτερο μέλλον. Και το μέλλον δεν είναι τίποτε περισσότερο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης [1]. Ακριβώς όπως και η είσοδος της χώρας στο ευρώ, που θα έλυνε όλα τα προβλήματα διά μαγείας. Κανένα δεν αναφέρει τα πραγματικά προβλήματα που τη διέπουν. Αναφέρω μόνο ορισμένα που αναφέρονται στην τελευταία έκθεση του Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας, που περιέχει συγκριτικά στοιχεία για 64 χώρες. Η Ελλάδα βρίσκεται αναφορικά με:

  • το «Σχηματισμό ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου» στην 63η θέση μεταξύ των 64 χωρών
  • το «Χρέος της χώρας ως % του ΑΕΠ»: στην 62η θέση μεταξύ των 64 χωρών,
  • την «Πιστοληπτική ικανότητα της χώρας»: στην 57η θέση μεταξύ των 64 χωρών.
  • Κατά τα άλλα βελτιώνεται ….στην «Προσαρμοστικότητα της κυβερνητικής πολιτικής»: στην 11η θέση μεταξύ των 64 χωρών [2]. Με απλά λόγια προτάσσονται τα εύκολα και αποκρύπτονται τα δύσκολα.

Επιπλέον, σημειώνουμε ακόμη:

Η μεγάλη πρόκληση του σημαντικού ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων που διατηρείται σχεδόν επί μια δεκαετία. Όσο δεν αντιμετωπίζεται αυτή η πρόκληση επιτυχώς, υπονομεύει τις χρηματοδοτικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, νοθεύει τον ανταγωνισμό, δεσμεύει πολύτιμους χρηματοδοτικούς και παραγωγικούς πόρους, παγιδεύει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε στασιμότητα και τροφοδοτεί την αβεβαιότητα για τις προοπτικές του. Οι τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως μέσω πωλήσεων δανείων σε τρίτους, τιτλοποιήσεων και ανάθεσης διαχείρισής τους σε εξειδικευμένους διεθνείς οίκους. Αλλά το πρόβλημα παραμένει ατόφιο στην κοινωνία και την οικονομία με συνολικά υπόλοιπα μη εξυπηρετούμενων δανείων που υπολογίζονται σε 47,2 δις ευρώ (Δεκέμβριος 2020) και ως ποσοστό επί του συνόλου των δανείων βρίσκονται στο 30,1%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό – SSM βρίσκεται στο 2,6% την ίδια περίοδο. Αν σε αυτά προστεθούν τα νέα μη αποτελεσματικά δάνεια λόγω της πανδημίας, η κυβέρνηση τα υπολογίζει σε 5 δις ευρώ, ενώ η ΤτΕ σε 8-10 δις ευρώ, γίνεται αντιληπτή η πραγματική κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος [3].

Η υψηλή ανεργία (η υψηλότερη στην Ευρωζώνη) και η χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, αποτελούν κοινωνική μάστιγα που μεσοπρόθεσμα λειτουργεί ως ανασταλτικός αναπτυξιακός παράγοντας. Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η μακροχρόνια διαρθρωτική ανεργία και η υψηλή ανεργία ανάμεσα στη νέα γενιά και τις γυναίκες. Η υψηλή ανεργία απαξιώνει σταδιακά τις παραγωγικές δυνατότητες του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Η χρόνια υπογεννητικότητα, το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα της χώρας υπονομεύει τις δυνητικές αναπτυξιακές δυνατότητες.


3. Επομένως το πρώτο που χρειάζεται να ειπωθεί προς αποκατάσταση της αλήθειας για την ελληνική οικονομία είναι ότι η κατάστασή της είναι έμπλεα προβλημάτων και αβεβαιοτήτων. Ειρήσθω εν παρόδω, μπορούμε να περιγράψουμε αυτό που στην οικονομική θεωρία ονομάζεται σταθερή και βιώσιμη μακροχρόνια ανάπτυξη: σημαίνει μια οικονομία που χαρακτηρίζεται από υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης, χαμηλό διαφορικό πληθωρισμό σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους, απασχόληση που το επίπεδό της πρέπει να ευρίσκεται πλησίον της πλήρους απασχόλησης, ελεγχόμενα πλήρως δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικά και εξωτερικών συναλλαγών), μείωση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, εργασιακή ειρήνη, ικανή κερδοφορία του κεφαλαίου ώστε να εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή του, αποτελεσματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού ως μοχλού της οικονομικής διαδικασίας, χρηματοπιστωτικό σύστημα αρωγός στην οικονομική ανάπτυξη, μηχανισμοί εκπαίδευσης του εργασιακού δυναμικού προσανατολισμένοι στις ανάγκες της παραγωγής (δεν εννοώ τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα), διαμόρφωση εταιρικής κουλτούρας στις επιχειρήσεις, μηχανισμοί πληροφόρησης για το κάθε τι που γίνεται παγκοσμίως και ενδιαφέρει άμεσα την ελληνική οικονομία, χάραξη οικονομικής πολιτικής με βάση τη στρατηγική του δυναμικού συγκριτικού πλεονεκτήματος, άρθρωση εναλλακτικού λόγου στα κέντρα αποφάσεων της ΕΕ που να συνάδει με την ασκούμενη «εγχώρια» οικονομική πολιτική.

Η επιτυχής υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδιασμού και η οικονομική μετάβαση σε μια βιώσιμη «κανονικότητα», απαιτούν πρωταρχικά, σημαντικού ύψους ετήσιες δημόσιες, ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις, που θα επαναλαμβάνονται για πολλά χρόνια και θα δράσουν ως αναπτυξιακοί καταλύτες, με θεμελιώδεις και αναγκαίες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Οι τελευταίες θα επιταχύνουν την αναπτυξιακή ώθηση, αλλά παράλληλα πρέπει να σχεδιαστούν με τρόπο που προστατεύει το περιβάλλον, θα θωρακίζει τους θεσμούς, θα ενισχύει την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη και θα μοιράζει δίκαια στους πολίτες τις ευκαιρίες, τα οικονομικά οφέλη και το μέρισμα επιτυχίας που τυχόν προκύψουν. Με την κοινωνία στο περιθώριο, χωρίς ολοκληρωμένη ενημέρωση για τις επιπτώσεις των αλλαγών στην οικονομία και κοινωνία, στο βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των πολιτών, δύσκολα θα υπάρξει ήπια και απρόσκοπτη μετάβαση στη νέα οικονομική και κοινωνική εποχή.

Υπάρχει κανείς που βλέπει έστω και μακροπρόθεσμα κάτι που να οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση;

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Υπάρχει ένα ερώτημα που δεν τίθεται στο δημόσιο διάλογο αλλά κατά την άποψή μας είναι ουσιαστικό: ποιες θα ήταν οι προοπτικές της ελληνική οικονομίας χωρίς τους αναμενόμενους πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης; Το ερώτημα φαντάζει θεωρητικό αλλά δεν είναι, δεδομένου ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί να προκύψει η πραγματική απεικόνιση της ελληνικής οικονομίας.

[2] Σχετικά με τα ζητήματα αυτά δες: Κ. Μελάς, «Teacher’s pet» της ευρωπαϊκής τάξης o Μητσοτάκης,

[3] Κ. Μελάς, «Οι Τράπεζες συνεχώς στο προσκήνιο»

* Ο Κώστας Μελάς είναι Οικονομολόγος και Πανεπιστημιακός, διδάσκει oικονομικά στο Πάντειο πανεπιστήμιο και Συγγραφέας πολλων οικονομικών βιβλίων.
πηγή: geoeurope.org

Οι 300 νέοι Βουλευτές – Ποιοι εκλέγονται σε όλη την Ελλάδα

Με την καταμέτρηση των σταυρών να μην έχει ολοκληρωθεί, στο νέο κοινοβούλιο θα υπάρχουν σημαντικές ανακατατάξεις ως προς τις βουλευτικές έδρες κάθε κόμματος, ενώ μεγάλες αλλαγές υπάρχουν και στα πρόσωπα που εκλέγονται βουλευτές.

Στο "Δρόμο της Αριστεράς" που κυκλοφορεί

Κεντρικό θέμα:

Ανατολικό Ζήτημα με αντίθετη φορά

Η Τουρκία, με τη στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, επιδιώκει ανάκτηση όσων έχασε από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  Αυτό αποκρύπτει το εγχώριο πολιτικό σύστημα ενόψει των «διερευνητικών»

Γράφουν, μεταξύ άλλων, οι: Κώστας Δημητριάδης, Ρούντι Ρινάλντι, Απόστολος Αποστολόπουλος, Στάθης Σταυρόπουλος, Δημήτρης Μπελαντής, Κώστας Μελάς, Νίκος Σβορώνος, Γιώργος Αναστασίου, Γιάννης Σχίζας, Βάννα Σφακιανάκη, Κώστας Στοφόρος, Κώστας Παπαδάκης, Βασίλη Ηλιακόπουλο.. Ανθολογεί ο Λουκάς Αξελός. Συνέντευξη με τον Δήμαρχο Πατρέων Κώστα Πελετίδη και τον συγγραφέα Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.


ΑΦΙΕΡΩΜΑ | Νίκος Σβορώνος: Για την Επανάσταση του 1821

editorial

Η 4η Ιουλίου καθιερώνεται ως εθνική μας γιορτή…

το θέμα της εβδομάδας

Πολλαπλές εστίες εκμετάλλευσης γυναικών

Υποκρισία και σκοπιμότητες του πολιτικοκοινωνικού κατεστημένου απέναντι στο κύμα καταγγελιών των τελευταίων ημερών

του Κώστα Δημητριάδη


ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Νέο Ανατολικό Ζήτημα, με αντίστροφη φορά

του Ρούντι Ρινάλντι


Τα καπετανάτα του ΣΥΡΙΖΑ

και ο κουτσός δικομματισμός

του Απόστολου Αποστολόπουλου


Στην Αυλή των Θαυμάτωνμε τον Στάθη

Μάγκες μου, ο στόλος!

Διάλογος-άλλοθι της επεκτατικής Τουρκίας

του Σπύρου Παναγιώτου


Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Οδεύοντας προς έναν σκληρό εκβιασμό

του Ιάσονα Κωστόπουλου


Πανδημία: Μπρος-πίσω και στο βάθος ατομική ευθύνη

του Δημήτρη Γκάζη


Ενστάσειςτου Δημήτρη Μπελαντή

Η αποστασιοποίηση ως πείραμα κοινωνικού ελέγχου


Στον αντίποδατου Κώστα Μελά

Ιδιαιτερότητα της παρούσας κρίσης και άνοδος των καταθέσεων

«Αυτό που ζούμε δεν είναι μονόδρομος»

Συνέντευξητου δήμαρχου Πατρέων Κώστα Πελετίδη στον Κώστα Γκιώνη


ΔΙΕΘΝΗ

Ιταλική αστάθεια

του Ειδικού Ανταποκριτή


Πανηγύρια και πραγματικότητα στις ΗΠΑ

του Ερρίκου Φινάλη


Στη στήλη της επιστήμης και της κοινωνίας, επιμέλεια: Γιάννης Σχίζας

Ρόδος: Υπερπληθυσμός ελαφιών, Δρόμοι στα παρθένα δάση, Whale: Νορβηγική αρκτική ατραξιόν


ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Τοπία της Ενέργειας»της Βάννας Σφακιανάκη

Πώς η Ευρώπη αποφάσισε να ελέγξει την ενεργειακή της εξάρτηση

Οι Big Tech ως «διαχειριστές δημοκρατίας»

του Βαγγέλη Σπαθά


ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

«Νόμος και τάξη» για τις συναθροίσεις

του Νίκου Ταυρή


Όχι στην εκδικητικότητα και την αυτοδικία

του Κώστα Παπαδάκη


Στις σελίδες του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, μεταξύ άλλων:

Το 1821 μέσα από τη ματιά σύγχρονων συγγραφέων


Συνέντευξητου συγγραφέα Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη στον Κώστα Στοφόρο

Πολιτισμός & βαρβαρότητατου Ηρόστρατου

Η πειρατεία… αλλιώς: Η ιστορία του Πέτρου Λάντζα

Στο ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ ΙΔΕΩΝ του Στέλιου Ελληνιάδη:

Ø  Η Εκδρομή
του Βασίλης Ηλιακόπουλος (Μεταμεσονύκτια Ημερολόγια)


Στη στήλη εν τέλει

Ο Σταθμάρχης

του Τάσου Βαρούνη

Και όπως κάθε βδομάδα, διαβάστε τις σελίδες του Ηρόστρατου και δείτε τα σκίτσα των Στάθη ΣταυρόπουλουCarlosLatuffVasco Gargalo.


Εφημερίδα Δρόμος αναζητήστε την μέχρι και Τρίτη στα περίπτερα

Η άνοδος των κερδών και η μείωση των μισθών


Ο πληθωρισμός ως φαινόμενο έχει ουσιαστικά μικροοικονομικά χαρακτηριστικά. Μπορεί να μεταβάλει την κατανομή του εισοδήματος, με συνέπεια την πρόκληση μειονεκτήματος στην αγορά των αγαθών που χρησιμοποιούν συνήθως οι μισθωτοί, ενώ αντιστοίχως προκαλεί πλεονέκτημα στα αγαθά πολυτελείας...
 

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια περίοδο αύξησης των τιμών. Πρόκειται για έναν πληθωρισμό κόστους και οι μόνοι ζημιωμένοι μέχρι τώρα είναι οι εργαζόμενοι.

Ο πληθωρισμός είναι μια δυναμική διαδικασία, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει κατανοητή ιστορικά. Η εκθετική του μεγέθυνση προέρχεται από θετικές ανατροφοδοτήσεις μεταξύ της τιμής και του κόστους.

Ο πληθωρισμός ως φαινόμενο έχει ουσιαστικά μικροοικονομικά χαρακτηριστικά. Μπορεί να μεταβάλει την κατανομή του εισοδήματος, με συνέπεια την πρόκληση μειονεκτήματος στην αγορά των αγαθών που χρησιμοποιούν συνήθως οι μισθωτοί, ενώ αντιστοίχως προκαλεί πλεονέκτημα στα αγαθά πολυτελείας. Δεν μπορούμε να συλλογιζόμαστε μόνο με όρους της γρήγορης επαναφοράς στην «ισορροπία» ούτε να θεωρούμε ότι ο πληθωρισμός είναι ένα καθαρό νομισματικό φαινόμενο, το οποίο προέρχεται από την ανεύθυνη πολιτική των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων. Αγνοώντας τις βασικές μικροοικονομικές και τομεακές προσεγγίσεις του πληθωρισμού δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τον ρόλο των τιμών στο να διευκολύνονται ή να εμποδίζονται οι τομεακές προσαρμογές και συνεπώς οδηγούμαστε να υποτιμούμε τον κίνδυνο της κακής κατανομής των πόρων που προκαλεί ο πληθωρισμός και επομένως τις αναδιανεμητικές του επιδράσεις.

Η δυναμική του πληθωρισμού συχνά έχει τις ρίζες της σε κοινωνικές συγκρούσεις. Υψηλότερα κέρδη και αυξημένα κόστη λόγω αύξησης των τιμών των εισαγωγών συμπεριλαμβάνονται, μαζί με το μοναδιαίο κόστος εργασίας, σε αυτές τις συγκρούσεις. Συγκρούσεις μεταξύ μισθών και κερδών, καθώς και μεταξύ στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών. Η διεκδίκηση της κατανομής του παραγόμενου πλεονάσματος αποτελεί τον χώρο εκδήλωσης της σύγκρουσης μεταξύ κερδών και μισθών.

Αλλά και οι τρόποι που χρησιμοποιούνται να μειώσουν τον ρυθμό πληθωρισμού είναι συγκρουσιακοί. Συγκεκριμένα ο τρόπος που επιλέχθηκε για να μειωθεί ο παγκόσμιος πληθωρισμός, την περίοδο 1980-2020, οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση του ποσοστού των μισθών στο ΑΕΠ με παράλληλη αύξηση αντιστοίχως του ποσοστού των κερδών.

«Great Moderation»

Ο λόγος αυτής της εξέλιξης είναι απλός: ο πραγματικός μισθός (το πραγματικό ωρομίσθιο συγκεκριμένα) δεν ακολούθησε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η σταθεροποίηση του πληθωρισμού, που αρχίζει στις ΗΠΑ μετά τη μεγάλη αύξησή του τη δεκαετία του 1970 και τις αρχές του 1980, υπό τον Paul Volcker, πραγματοποιήθηκε με την εφαρμογή πολύ στενής νομισματικής πολιτικής και μείωσης των μισθών.

Η πολιτική αυτή είχε εφαρμοστεί από το ΔΝΤ πριν τριάντα χρόνια στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το κόστος της πολιτικής αυτής ήταν η συνεχής μείωση του ποσοστού εργασίας στο ΑΕΠ στην αμερικανική οικονομία. Παράλληλα, ήταν η αρχή μιας περιόδου (περίπου τριάντα χρόνων) χαμηλών επιτοκίων, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση στήριξης των υψηλών τιμών των στοιχείων ενεργητικού ( real estate και των μετοχών των εταιρειών).

Η Wall Street βοηθήθηκε τα μέγιστα από τα χαμηλά επιτόκια και τον χαμηλό πληθωρισμό. Συγχρόνως όμως αυξήθηκαν στο έπακρο οι ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, θυμίζοντας έντονα την αντίστοιχη κατανομή του εισοδήματος των αρχών του περασμένου αιώνα. Μετά τις ΗΠΑ ακολούθησαν και οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη. Ήταν η εποχή της «Great Moderation».

Η σύγκρουση γίνεται με έναν τρόπο που εξ αρχής ευνοεί τους επιχειρηματίες, για τον απλό λόγο ότι η αύξηση των τιμών ελέγχεται από τους επιχειρηματίες, ενώ ο ονομαστικός μισθός είναι υποκείμενος σε διαπραγμάτευση μεταξύ επιχειρηματιών και εργαζομένων. Το γνωστό επιχείρημα της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, ότι λόγω του υπάρχοντος ανταγωνισμού το mark up είναι εξωγενώς καθορισμένο και εξ αντικειμένου, νομίζω ότι μόνο γέλωτες μπορεί να προκαλέσει. Η παγκόσμια οικονομία βρίθει ολιγοπωλιακών και μονοπωλιακών καταστάσεων. Τα καρτέλ κυριαρχούν. Το ίδιο συμβαίνει και στην ελληνική οικονομία και ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό.

Παράλληλα, στην Ελλάδα πρωτίστως, το πρόσφατα εφαρμοζόμενο θεσμικό πλαίσιο για την αγορά εργασίας λειτουργεί αποφασιστικά στην αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών ενώσεών τους.

Μόνοι ζημιωμένοι οι εργαζόμενοι

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια περίοδο αύξησης των τιμών. Πρόκειται για μια κατάσταση ιδιαίτερη σε σχέση με ό,τι έχουμε ζήσει τα τελευταία 20-25 έτη, όπου ο πληθωρισμός είχε αναδειχθεί στο μέγιστο κακό με βάση την ιδεολογία του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Πρώτος στόχος ήταν ο χαμηλός πληθωρισμός και όλα τα υπόλοιπα έπονταν ιεραρχικά : το ποσοστό ανεργίας, οι αμοιβές των εργαζομένων, οι ρυθμοί μεγέθυνσης, η αύξηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, η αύξηση της φτώχειας κ.τ.λ.

Η κατάσταση αυτή ξενίζει, προκαλεί αντιδράσεις. Προσοχή, οι αντιδράσεις προέρχονται πρωταρχικά από όλους όσοι εκμεταλλεύτηκαν, την προηγούμενη περίοδο, το χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού αποκομίζοντας τεράστια οφέλη. Και να σκεφτεί κανείς ότι τουλάχιστον μέχρι τώρα όλες αυτές οι επιχειρήσεις δεν έχουν υποστεί καμία ζημιά, λόγω του ότι τις όποιες αυξήσεις στο κόστος παραγωγής ( που δεν οφείλεται στην αύξηση του μισθολογικού κόστους) τις έχουν περάσει αναλογικά και ίσως και περισσότερο στις τιμές των καταναλωτών, συνεχίζοντας να απολαμβάνουν το ίδιο ποσοστό κέρδους μέσω της επιβολής mark up επί των τελικών τιμών.

Οι μόνοι ζημιωμένοι μέχρι τώρα είναι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται. Όπως είναι γνωστό, πρόκειται για πληθωρισμό κόστους. Αύξηση υπερβολική των τιμών ενέργειας (φυσικού αερίου, πετρελαίου, ηλεκτρισμού), του κόστους μεταφοράς λόγω της διάσπασης της εφοδιαστικής αλυσίδας, διαφόρων πρώτων υλών και ημικατεργασμένων, λόγω του ότι ακόμα δεν έχει αποκατασταθεί η αλυσίδα προσφοράς προς την αυξημένη ζήτηση μετά την επιλογή των κυβερνήσεων να ανοίξουν πάλι οι οικονομίες, οι οποίες είχαν κλείσει με δικιά τους διοικητική απόφαση.

Οι όποιες διεκδικήσεις των εργαζομένων για τη διατήρηση του πραγματικού ωρομισθίου (κάτι που προφανώς δεν αρκεί για να ανατρέψει τη συνεχή μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ) είναι εύλογες και απολύτως δικαιολογημένες.

πηγή: Η ΑΥΓΗ

Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Κώστας Μελάς: «Η Ελλάδα ουσιαστικά βρίσκεται πάλι στην κατάσταση πριν το μνημόνιο»

Η Ελλάδα, επί της ουσίας, βρίσκεται πάλι, αυτή τη στιγμή στην κατάσταση πριν το μνημόνιο. Δηλαδή, διπλά ελλείμματα: δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο. Οφείλεται στη στενή παραγωγική φάση, τη μικρή προστιθέμενη αξία, είναι ότι για να παράγεις ένα προϊόν, πρέπει να εισάγεις, σε μεγάλο βαθμό, πρώτες ύλες και τεχνολογία κτλ., κτλ..

Ο οικονομολόγος Κώστας Μελάς σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εποχή» αποδομεί  την κυβερνητική αισιοδοξία για τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, καθώς αυτή στηρίζεται μόνο στα έκτακτα μέτρα για την πανδημία, και επισημαίνει τις νέες αβεβαιότητες για την πορεία της το 2022.



  • «ΕΠΟΧΗ»: Βομβαρδιζόμαστε με τους θετικούς οικονομικούς δείκτες το τελευταίο διάστημα. Ποιο το υπόβαθρό τους;

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ: Αποδίδονται, κατά τη γνώμη μου, στην εκτίναξη του ελατηρίου. Μια οικονομία που είχε σταματήσει να λειτουργεί, από τη στιγμή που αφέθηκε να επανέλθει σε μια “λειτουργία”, όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ο λόγος που μεγεθύνθηκε, με αποτέλεσμα να διπλασιαστούν ακόμη και οι αρχικές προβλέψεις. Σε αυτό συμβάλλει –αυτό συνιστά την εκτίναξη– και ότι οι άνθρωποι καταναλώνουν περισσότερο. Οι αυξημένες καταθέσεις όσων μπορούσαν να αποταμιεύσουν, ενθαρρύνουν επίσης την κατανάλωση. Ο τουρισμός έκανε ένα μεγαλύτερο άλμα, ενώ άρχισαν να γίνονται επενδύσεις, κατά το μεγαλύτερο μέρος όμως στα αποθέματα και όχι τόσο στα πάγια κεφάλαια. Αυτοί, νομίζω, είναι οι λόγοι που θα αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 6% ή και περισσότερο το 2021. Ξεκινήσαμε από πολύ χαμηλή βάση. Αυτό φαίνεται και από την αισθητά χαμηλότερη πρόβλεψη για το 2022.

  • «ΕΠΟΧΗ»: Η κυβέρνηση αξιοποιεί τις εξελίξεις για να φτιάξει κλίμα αισιοδοξίας. Οι λόγοι που έφεραν την ανάπτυξη μπορεί να συνεχισθούν;

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ: Η πρόβλεψη του Προϋπολογισμού για το 2022, ως προς τους λόγους μεγέθυνσης, προσπαθεί να στηριχθεί στις επενδύσεις, κατά κύριο λόγο. Ακολουθεί η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές, υπό μια έννοια, που όμως δεν μπορούμε να τις λάβουμε αισθητά υπόψη μας, δεδομένου ότι οι εισαγωγές είναι μεγαλύτερες. Άρα όλο το βάρος δίδεται στην αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου 23,4%. Όλα αυτά στηρίζονται στα 4,5 δισ. που υπολογίζει η κυβέρνηση να εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Εδώ υπάρχει και η μεγάλη αβεβαιότητα, όμως. Κατά πόσο θα μπορέσουν αυτοί οι πόροι να μπουν στην οικονομία με βάση τον σχεδιασμό; Θα είναι ώριμα τα έργα;

  • «ΕΠΟΧΗ»: Υπάρχουν κι άλλες αβεβαιότητες. Να τις αναφέρουμε; Πχ το ύψος των επιτοκίων.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ: Μια νέα αβεβαιότητα είναι η αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή η μείωση της αγοραστικής δύναμης, δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν είναι υπέρ της αποκατάστασης της εισοδηματικής απώλειας των κατώτερων και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων, πχ, με αύξηση του κατώτατου μισθού ή των μισθών, γενικά. Πιθανότητα η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα συμβάλλει στην επιβράδυνση της μεγέθυνσης το 2022. Η δεύτερη αβεβαιότητα έρχεται από την Ευρώπη. Τον Μάρτιο του 2022 λήγει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω πανδημίας, όπου έχει συμπεριληφθεί και η Ελλάδα, αν και δεν έχει την επενδυτική βαθμίδα. Θα πρέπει να περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε ποια θα είναι η συνέχεια στη νομισματική πολιτική της ΕΕ. Χωρίς τη βοήθειά της δεν θα είχαμε αυτό το κόστος χρήματος για την Ελλάδα, αυτές τις αποδόσεις για τα ελληνικά ομόλογα. 

Υπάρχει, πάντα, και η αβεβαιότητα της πανδημίας, αλλά φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην πάρει μέτρα τύπου γενικού λοκντάουν ή παρεμφερή, αλλά παραμένει παράγοντας αβεβαιότητας. Πηγή αβεβαιότητας είναι και η αύξηση των τιμών της ενέργειας που θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των ειδικών ότι υψηλές τιμές θα κρατήσουν, τουλάχιστον, έως τον Απρίλιο. Αυτό θα συνιστά σημαντικότατη επιβάρυνση και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και στην αύξηση του δημοσιονομικού κόστους, το οποίο υπολογίζεται, πάνω από 4,5 δισ. ευρώ. Αν σ’ αυτή την απώλεια προσθέσουμε και τον Προϋπολογισμό που προβλέπει, το 2022, ότι πρέπει να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα από τα 10,5 – 11 δισ. στα 2 δισ. πρόκειται για τεράστιες μειώσεις, που θα χρειαστεί να γίνουν. Τέταρτη πηγή αβεβαιότητας προκύπτει από το αν ανακληθούν τα μέτρα στήριξης. Κανένας δεν ξέρει σε ποια θέση θα βρεθούν όλες αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε προσωρινή αναστολή των υποχρεώσεών τους. Αυτές οι μεταβιβάσεις στήριξαν, σε ένα βαθμό, τη μεγέθυνση του 2021.

  • «ΕΠΟΧΗ»: Ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, κ. Στουρνάρας, υποστήριξε ότι εάν δεν είχαμε πανδημία, η ελληνική οικονομία θα είχε πάρει επενδυτική βαθμίδα.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ: Θα αναφερθώ σε ένα πολύ σημαντικό σημείο που πρέπει, κάποτε, να αναδειχθεί. Έχω την εντύπωση ότι η πανδημία ήταν πέπλο που έκρυψε πολλές καταστάσεις από την πλευρά της κυβέρνησης. Ειλικρινά αναρωτιέμαι αν δεν υπήρχε η πανδημία, από πού θα προερχόταν αυτή η ανάπτυξη 3% και 4% σε μια ελληνική οικονομία; Όταν βλέπουμε με τι κόπο λέγαμε για 2%. Όλη αυτή η μεγέθυνση προήλθε, επί της ουσίας, από τα μέτρα στήριξης, περίπου της τάξης των 40 δισ., κάθε μορφής, από το χαμηλό κόστος του χρήματος λόγω ΕΚΤ. Πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία στηρίχθηκε η μεγέθυνση του 2021. Επομένως, δεν μπορώ να κατανοήσω από πού προέρχεται μια τέτοια εκτίμηση. Μοιάζει με φωτοβολίδα που δεν προκύπτει από πουθενά. Οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες έχει προχωρήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρότι συνάδουν με τις οδηγίες των χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν είναι αρκετές από μόνες τους να οδηγήσουν στην κατάλληλη επενδυτική βαθμίδα, δίχως να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις των μακροοικονομικών μεταβλητών, αλλά και της μικροοικονομικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας.

  • «ΕΠΟΧΗ»: Ήδη πριν την πανδημία είχε αρχίσει αισθητή κάμψη.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ: Βεβαίως. Τώρα, αυτή τη στιγμή έχουμε πόρους που προέρχονται από το κράτος. Δανεικούς πόρους από το κράτος στην κοινωνία, ασκώντας επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, να το πούμε απλά. Παράλληλα, έχουμε μια νομισματική πολιτική προσαρμοστική και επεκτατική. Πρόκειται για παράγοντες πολύ αποτελεσματικούς να ωθήσουν σε μεγέθυνση. Οι εξαγωγές, και οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου δεν ήταν τόσο σημαντικές, ούτε καν οι επενδύσεις από το εξωτερικό, ήταν τέτοιες που θα μπορέσουν να διορθώσουν την οικονομία. Ακόμη, είμαστε στον μέσο όρο της δεκαετίας ως προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Επομένως, αν δεν υπήρχε η πανδημία και η δυνατότητα της Επιτροπής να δοθεί κρατικό χρήμα, έστω και με τη μορφή που δόθηκε, δεν νομίζω ότι θα υπήρχαν άλλοι πόροι. Τώρα, η πρόβλεψη του κ. Στουρνάρα για τα επόμενα δέκα χρόνια κατά 3,5%, που ειρήσθω εν παρόδω βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την αντίστοιχη πρόβλεψη του ΔΝΤ, που υπολογίζεται σε 1,3%, στηρίζεται στην σωστή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

  • «ΕΠΟΧΗ»: Πώς κινούνται ελλείμματα και χρέος;

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ: Η πρόβλεψη για το πρωτογενές έλλειμμα το 2021 είναι 13 δισ. ευρώ και η κυβέρνηση το 2022 θέλει να το μειώσει κατά 11 δισ. ευρώ στα 2 δισ. περίπου! Μεγάλο ερώτημα είναι το τι θα σημαίνει αυτή η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για ποιους θα λειτουργήσει επιβαρυντικά. Σημαίνει, καταρχάς, ότι ένα μέρος της αγοραστικής τους δύναμης θα μειωθεί, οι υποχρεώσεις τους θα αυξηθούν, υπάρχει ο κίνδυνος να έχουμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων και επίσης πίεση στον ρυθμό μεγέθυνσης. Από την άλλη μεριά, έχουμε ένα χρέος το οποίο είναι πολύ υψηλό, παρά τη ρύθμισή του, ενώ υπάρχει –κάπου ξεχασμένο– και το ιδιωτικό χρέος. Έχουμε τη μείωση των κόκκινων δανείων, αλλά το πρόβλημα έφυγε μεν από τις τράπεζες, αλλά μεταφέρθηκε στην κοινωνία. Κάποια βελτίωση του ποσοστού ως προς το ΑΕΠ του χρέους μπορεί να έχουμε, αλλά θα προκύπτει απ’ τον παρονομαστή, το ΑΕΠ, ενώ ο αριθμητής αυξήθηκε το 2021.

  • «ΕΠΟΧΗ»: Μην ξεχάσουμε ότι με το που ανέκαμψε η οικονομία, διογκώθηκε το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου. Είναι ένας ακόμη περιορισμός.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ: Πολύ, πάρα πολύ, σημαντικό. Η Ελλάδα, επί της ουσίας, βρίσκεται πάλι, αυτή τη στιγμή στην κατάσταση πριν το μνημόνιο. Δηλαδή, διπλά ελλείμματα: δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο. Οφείλεται στη στενή παραγωγική φάση, τη μικρή προστιθέμενη αξία, είναι ότι για να παράγεις ένα προϊόν, πρέπει να εισάγεις, σε μεγάλο βαθμό, πρώτες ύλες και τεχνολογία κ.τ.λ., κτλ. Ως Αριστερά το λέγαμε αυτό πολλά χρόνια. Από την άλλη, τη συστημική όχθη, λέγεται ότι εφόσον καλύπτουμε το έλλειμμα με άδηλους πόρους, δεν έχουμε πρόβλημα. Αντιθέτως, θεωρώ ότι οι άδηλοι πόροι είναι αυτοί που ευθύνονται, έμμεσα, ότι υπάρχει ασθενής παραγωγική βάση. Γιατί τροφοδοτούν μια κατανάλωση που δεν αντιστοιχεί στην παραγωγική βάση της οικονομίας, ενώ συγχρόνως αυξάνουν τις εισαγωγές.
πηγή: epohi.gr 

Η Ευρώπη υποκύπτει στον Τραμπ

Η απόφαση του Προέδρου Τραμπ στις 8 Μαΐου να αποχωρήσει από τη συμφωνία των οκτώ (Ιράν, ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και ΕΕ), σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, έχει μια σειρά επιπτώσεων στη διεθνή τάξη πραγμάτων. Ας επικεντρωθούμε όμως, σε αυτό το άρθρο, στις επιπτώσεις που έχει στην ΕΕ. 


του Κώστα Μελά (*)

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει την Συνθήκη με το Ιράν ζωντανή, δηλαδή να μην αποχωρήσει το Ιράν από τη συμφωνία και αρχίσει πλέον να εμπλουτίζει και πάλι ουράνιο. Αυτό θα σημάνει την εξάλειψη των εμπορικών σχέσεων της ΕΕ με το Ιράν, ύψους 33 δισ. δολαρίων, και την απειλή ότι οι σκληροπυρηνικοί στην Τεχεράνη θα προχωρήσουν σε κατασκευή ατομικού οπλοστασίου. Η συνέπεια θα είναι επίθεση των ΗΠΑ ή και του Ισραήλ με σοβαρότατες επιπτώσεις στην περιοχή δίπλα στην Ευρώπη.

Το ζήτημα της αποχώρησης των ΗΠΑ, μονομερώς από τη συμφωνία με το Ιράν, θέτει πολλά ζητήματα σχετικά με τη συνέχιση των σχέσεων ΗΠΑ-Ευρώπης με τη μορφή που γνωρίζαμε έως σήμερα. Αν η ΕΕ ακολουθήσει τον Τραμπ, αυτό συνεπάγεται πως αποδέχεται τις μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ σε θέματα εμπορίου, αλλά και σε θέματα διεθνών σχέσεων.

Στα θέματα εμπορίου και οικονομικών συμφερόντων η ΕΕ βρίσκεται υπό την απειλή μονομερών κυρώσεων με τους υπό θεσμοθέτηση δασμούς σε προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου εξαγόμενα στις ΗΠΑ, αλλά και των αυτοκινήτων. Ειδικά, το τελευταίο αποτελεί τρομακτικό πρόβλημα για την Γερμανία. Η ίδια η παραβίαση από τις ΗΠΑ της συμφωνίας με το Ιράν παραβιάζει τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, ακυρώνοντας τις επενδύσεις και εμπορικές συμφωνίες με αυτή τη χώρα.

Πολιτική ισχύς και οικονομία


Κατά δεύτερο λόγο διακυβεύεται η αξιοπιστία και η ανεξαρτησία των πολιτικών της ΕΕ και η οποιαδήποτε υπερηφάνεια σε σχέση με τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η διεθνής θέση της ΕΕ περιέρχεται σε κατάσταση εξάρτησης. Αυτή μειώνει το κύρος της οποιασδήποτε συμφωνίας συνάψει, η οποία δεν ακολουθεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Όσο για τη Γερμανία, βρίσκεται η ίδια σε μια ιδιότυπη ομηρία, λόγω των πολύ μεγάλων εμπορικών της σχέσεων με τις ΗΠΑ (180 δισ. δολάρια αξία συναλλαγών με εμπορικό πλεόνασμα 65 δισ. δολαρίων το 2017).

Το όλο ζήτημα καταλήγει στο ποιος έχει την ισχύ στον οικονομικό τομέα να επιβάλει τη βούλησή του, αν βέβαια έχει την πολιτική βούληση να αντιδράσει. Σύμφωνα με την διαμορφωμένη μέχρι σήμερα κατάσταση, η ΕΕ δεν έχει πολλά όπλα για να απειλήσει τις ΗΠΑ. Η προσαρμογή έχει αρχίσει σε επίπεδο ευρωπαϊκών επιχειρήσεων: ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens δήλωσε πως δεν μπορεί πλέον να συνάψει νέα συμβόλαια με το Ιράν, απλά θα τελειώσει τα ήδη υπάρχοντα. Το ίδιο είπε και ο διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής Total.

Οι εταιρείες, αν συνεχίσουν το εμπόριο με το Ιράν, αντιμετωπίζουν την προοπτική να χάσουν την τεράστια αμερικανική αγορά, να βρεθούν αντιμέτωπες με μεγάλα πρόστιμα και να βρεθούν εκτός του κυρίαρχου αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με την ωμή πραγματικότητα ενός Προέδρου, ο οποίος δεν περιορίζεται από συμμαχίες ή καλούς τρόπους ή ακόμη και από διεθνείς συνθήκες. Ποιος Ευρωπαίος ηγέτης θα μπορέσει να σύρει το χορό μια σοβαρής αντίδρασης;
_______________________________

(*) Ο Κώστας Μελάς διδάσκει oικονομικά στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Είναι συγγραφέας των κάτωθι βιβλίων: Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού (με Γιάννη Παπαμιχαήλ, 2017), Αργεντινή- Ελλάδα (2015), 5 Οικουμενικοί Έλληνες Στοχαστές (συλλογικό 2014), Η Ατελέσφορη Επιστήμη (2013), Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία (2013), Μετά τον Ερντογάν τι; (με Σταύρος Λυγερό, 2013), Οι Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (2011), Η Σαστισμένη Ευρώπη (2009), Πλανόγραμμα (2009), Νεοσυντηρητικοί (2007), Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις (με Γιάννη Πολλάλη 2005), Ζητήματα Θεωριών Παραγωγής (2005), Περιδιαβαίνοντας σε ζητήματα της Μακροοικονομικής Θεωρίας, Αγορά Συναλλάγματος και Ιδιωτικοποίηση του Κινδύνου (2003), Εισαγωγή στην Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική (2002 και 2009), Αρχές Νομισματικής Θεωρίας και Πολιτικής (με Κώστα Καρφάκη και Θεοφάνη Μπένο 2000), Διεθνής Τραπεζική στην Αλλαγή του Αιώνα (με Φιλομήλα Χρηστίδου, 1999), Παγκοσμιοποίηση (1999). 
 πηγή: SLpress.gr

Κώστας Μελάς: Ζητούμενο η ιδιωτική κατανάλωση

Συνέντευξη του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κώστα Μελά, στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ και τον Παύλο Κλαυδιανό.



Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ, ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Έχουμε πλέον ένα πρώτο αποτέλεσμα για το 2017, ότι αυξήθηκε το ΑΕΠ κατά 1,4%. Ποιος είναι ο πρώτος σχολιασμός σου;

Ναι, έχουμε πρώτη εικόνα, τα στοιχεία είναι προσωρινά, θα περιμένουμε έως τον Απρίλιο και τελικό – τελικό το καλοκαίρι. Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε και να κρίνουμε τους παράγοντες που καθόρισαν αυτό το αποτέλεσμα. Από τους θετικούς είναι, ασφαλώς, ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου για πρώτη φορά αυξήθηκαν περίπου 28%. Οφείλεται στις επενδύσεις στις κατασκευές, στον τουρισμό, στις υποδομές κ.α. Από 20,5 δισ. το 2016 προσεγγίσαμε τα 22,6 το 2017. Το δεύτερο θετικό είναι ότι οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 5,3%. Θετικό ασφαλώς, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον κύριο μοχλό ανόδου της οικονομίας. Μοχλός είναι οι επενδύσεις και η κατανάλωση. Η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη, όμως, μειώθηκε κατά 0,3% και αυτό είναι το στενάχωρο του 2017 σε σχέση με το 2016, που ήταν + 0,3%. Αυτό πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις για το τι σημαίνει ακριβώς.

Να το ερμηνεύσουμε, λοιπόν, να δούμε πού οφείλεται.

Πρέπει να το αναζητήσουμε στο γεγονός ότι το διαθέσιμο εισόδημα εξακολουθεί να μειώνεται, στην υψηλή φορολογία, στη συγκράτηση της δαπάνης από τους πολίτες, είτε διότι έχουν εξαντλήσει τις αποταμιεύσεις τους –πάσης φύσεως– είτε διότι υπάρχουν ακόμη αβεβαιότητες. Βέβαια, όταν βγουν τα αναλυτικά στοιχεία θα δούμε πιο συγκεκριμένα και με ακρίβεια όλα αυτά. Η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, να σημειώσουμε, συνέβη παρά το ότι μειώθηκε αισθητά η ανεργία, δηλαδή περισσότεροι πολίτες μπορούσαν να καταναλώσουν. Εν τω μεταξύ, η άνοδος του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ήταν 2,3% το 2017, άρα συνεχίζεται η απόκλιση.

Τα κενά που υπάρχουν στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, προϊδεάζουν για τα τελικά στοιχεία του 2017, μετά τη διόρθωση;

Ναι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα έχουμε διόρθωση προς τα κάτω, αλλά όπως συνάγεται από κάποια στοιχεία, προς τα πάνω, να πάμε στο 1,6%, ίσως και παραπάνω.

2018: κρίσιμο έτος


Με βάση όλα αυτά τι μπορούμε να προβλέψουμε για το 2018;

Οι τάσεις του 2017 θα συνεχιστούν, το πιο πιθανό, και το 2018, αλλά μην ξεχάσουμε την αρνητική επίδραση, σαφέστατα, της μεγάλης καθυστέρησης της δεύτερης αξιολόγησης το 2017. Το 2018 πολλά θα κριθούν από την τέταρτη αξιολόγηση, που η κυβέρνηση εργάζεται για να κλείσει γρήγορα, και κυρίως από το τι θα καθοριστεί για μετά τον Αύγουστο, το τέλος του προγράμματος, τι θα συμφωνηθεί για το χρέος. Αυτά θα επηρεάσουν και τις επενδύσεις, αλλά και την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη, θα απελευθερώσει συμπεριφορές η αίσθηση ότι πάει πια, βγαίνουμε. Αλλά από την άλλη μεριά, η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί το ζητούμενο. Υπάρχει πιθανότητα ότι θα συνεχίσει να συμπιέζεται, καθώς δεν διακρίνονται στοιχεία που θα ωθούν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Μην ξεχνάμε το στόχο του 3,5% για πρωτογενές πλεόνασμα. Οι παράγοντες, λοιπόν, που θα επηρεάσουν είναι μεικτοί το 2018, έτος το οποίο είναι πολύ κρίσιμο.

Σύμφωνοι, διότι θα κριθεί αν υπερβούμε αυτό που καταγράφεται έως τώρα, την αργή οικονομική ανάκαμψη.

Όντως, αυτός είναι ο κίνδυνος της, όπως θα τη λέγαμε, αναπτυξιακής στασιμότητας, που επιπλέον θα ανοίγει το χάσμα με την ΕΕ. Όσο περνά ο καιρός και η κυβέρνηση εφαρμόζει το πρόγραμμα, αποκτιέται μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από τους ευρωπαίους εταίρους μας και τις αγορές, πες το όπως θέλεις, και τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να υπάρξει μια καλύτερη αντιμετώπιση και από τους επενδυτές αν δοθεί μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην ελληνική διοίκηση, αν προχωρήσουν οι συμφωνημένες ιδιωτικοποιήσεις, αν σταθεροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα, όλα αυτά τα πράγματα, τελικά, το 2018 μπορεί να αποδώσουν. Η διαδικασία, όμως, θα είναι αργή, δεν θα είναι γρήγορη.

Η τακτική των δανειστών


Εν τω μεταξύ, οι διαπραγματεύσεις για το «μετά» έχουν αρχίσει. Οι δανειστές την ίδια ώρα που δίνουν εύσημα για την έως τώρα εξέλιξη, στο τραπέζι φέρνουν ποικιλία δεσμεύσεων.

Αυτό είναι μια τακτική απ΄ την πλευρά των δανειστών, το πρώτο εξάμηνο θα υπάρχει, για όλους, μια αυξημένη επιτήρηση. Αλλ’ επειδή η Ελλάδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα, έχει μεγάλο χρέος, έχει, τελικά, και πιο μεγάλα προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα. Και επειδή το 2019 και το 2020 θα συνεχιστεί η δημοσιονομική προσαρμογή με τη μείωση του αφορολόγητου και της συνταξιοδοτικής δαπάνης, κάτι που δεν είχαν οι άλλες χώρες, αυτά προϋποθέτουν ότι θα υπάρξει υψηλότερη επιτήρηση. Δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, είναι βέβαιο. Επομένως, με βάση και τις πληροφορίες που υπάρχουν, ανάλογα με τα δημοσιονομικά αποτελέσματα που θα προκύψουν έως τον Μάιο, θα επιχειρηθεί να μεταφερθεί ή να μειωθεί η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Πχ να το πάει στο 1% του ΑΕΠ ή να το μεταφέρει χρονικά.

Το επιχείρημα θα είναι η μειωμένη ζήτηση; 

Το επιχείρημα θα είναι κυρίως ότι υλοποιούνται οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, ότι τα δημοσιονομικά πάνε καλύτερα. Αυτό θα το δούμε τον Απρίλη. Ένα από τα 88 προαπαιτούμενα είναι η κατάρτιση νέου μεσοπρόθεσμου. Εκεί θα τα δούμε αυτά, θα πρέπει να γραφτούν όλα αυτά. Εκεί θα δούμε και τα αντίμετρα που προτείνει η κυβέρνηση, υπάρχει μια συνεργασία της κυβέρνησης.

Ο Ρέγκλινγκ στη συνέντευξή του την Τετάρτη αναφέρθηκε κάπως συγκεκριμένα επ’ αυτού, μίλησε για «δυνατότητα μείωσης της φορολογίας» προσθέτοντας, βέβαια, «αν τα μέτρα που έχουν αποφασιστεί μέχρι τώρα, συμπεριλαμβανομένων αυτών για το 2019, εφαρμοστούν».

Αυτό το ανέφερε και ο πρωθυπουργός μιλώντας στο συνέδριο της ΓΕΣΕΒΕ την Πέμπτη. Είπε ότι η φορολογία των επιχειρήσεων είναι πολύ υψηλή και θα επιχειρήσουμε μια μείωση. Όλα αυτά θα τα δούμε, επαναλαμβάνω, στο νέο μεσοπρόθεσμο.

Ανάγκη επανασχεδιασμού για τις τράπεζες


Να δούμε λίγο τις τράπεζες. Πού βρισκόμαστε τώρα; Όπως φαίνεται τα stress tests περνούν.

Ναι περνούν, δεν θα απαιτηθεί νέα ανακεφαλαιοποίηση. Το θέμα, όμως, είναι ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί για μείωση των κόκκινων δανείων μέσω πλειστηριασμών έως το τέλος του 2019, δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να επιτευχθούν. Γι’ αυτό και όπως είδαμε ο κ. Γιάννης Στουρνάρας στην Έκθεσή του για την ελληνική οικονομία ανέφερε, για πρώτη φορά, ότι το 2019 θα χρειαστεί, ίσως, η δημιουργία μιας «κακής Τράπεζας», Bad Βank. Αυτό τι σηματοδοτεί όταν λέγεται από τον κεντρικό τραπεζίτη; Ότι υπάρχουν σκέψεις ότι αυτό το ιδιωτικό χρέος που υπάρχει στις τράπεζες, τα κόκκινα δάνεια κτλ, δεν είναι δυνατό να μειωθεί ουσιαστικά με τον τρόπο που έχουν σχεδιάσει. Αυτό, νομίζω, είναι το συμπέρασμα. Αυτό σημαίνει ότι θα πάμε σε μια πρακτική μορφή, που έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή, μια «κακή τράπεζα» που θα απορροφήσει ένα μέρος των κόκκινων δανείων, ελαφρύνοντας από το βάρος τις τράπεζες, αλλά και τις επιχειρήσεις. Αυτές που πραγματικά δεν μπορούν να πληρώσουν.

Αυτό όμως συνεπάγεται ότι πρέπει να μπει στη διαχείριση και το κράτος, βάζοντας χρήματα.

Σαφέστατα, διότι κάποιος πρέπει να βάλει τα χρήματα κάτι που αποτελεί και ένα πρόβλημα. Αυτό, βέβαια, έπρεπε να έχει γίνει πολύ νωρίτερα, από το 2012, παράλληλα με τη μείωση του δημόσιου χρέους. Σε άλλες χώρες, που είναι ασφαλώς καπιταλιστικές, το έκαναν αυτό με επιτυχία. Εδώ δεν επιλέχθηκε για διάφορους λόγους.

Η κυβέρνηση δεν τοποθετήθηκε. Θα έπρεπε, κατά τη γνώμη σου, να το αντιμετωπίσει θετικά;

Ασφαλώς. Να το δει θετικά, χωρίς συζήτηση παρότι είναι αργά και έχουν υποστεί τεράστια κόστη, θα πρέπει να προχωρήσει η λύση αυτή. Και οι τράπεζες να μπορέσουν να παίξουν τον ρόλο τους και οι επιχειρήσεις που δεν μπορούν να πληρώσουν, να αντιμετωπισθούν. Οι τράπεζες γνωρίζουν ποιος μπορεί να πληρώσει και ποιος όχι. Να σβήσουν, λοιπόν, όσα δεν μπορούν να πληρωθούν και να ρίξουν το βάρος τους σ’ αυτούς που μπορούν να πληρώσουν.

Από ό,τι αποδείχθηκε η πίεση μέσω των πλειστηριασμών κτλ οδήγησε στο Ταμείο ένα 30% και άρχισαν να πληρώνουν.

Αυτό αν θυμάσαι το τονίζαμε από παλιά, ότι ένα 30% – 35% μπορεί να πληρώσει και δεν πληρώνει. Υπήρχε μια ευθύνη εδώ χωρίς συζήτηση.
πηγή: ΕΠΟΧΗ