Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

LAMDA Development: Ιστορικό ρεκόρ κερδοφορίας για Εμπορικά Κέντρα, Μαρίνες και Ελληνικό

     Σχολιάζοντας τα οικονομικά αποτελέσματα του 2023 ο διευθύνων σύμβουλος της LAMDA Development, Οδυσσέας Αθανασίου, επισήμανε ότι όλες οι επιμέρους επιχειρηματικές δραστηριότητες του ομίλου επέδειξαν εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις.


Υψηλές οικονομικές επιδόσεις για το 2023 ανακοίνωσε σήμερα ο όμιλος της LAMDA Development. 

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων, το ενοποιημένο λειτουργικό αποτέλεσμα (EBITDA) του ομίλου για το 2023 εμφάνισε κέρδη 206 εκατ. ευρώ αυξημένα 69% έναντι των κερδών 122 εκατ. ευρώ το 2022.

Τα ενοποιημένα καθαρά αποτελέσματα, μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας, για το 2023 παρουσίασαν κέρδη 27 εκατ. ευρώ έναντι ζημία 31 εκατ. ευρώ το 2022. Τα συνολικά ενοποιημένα λειτουργικά κέρδη (EBITDA) του ομίλου, προ αποτιμήσεων του επενδυτικού χαρτοφυλακίου και λοιπών αναπροσαρμογών, για το 2023 παρουσίασαν κέρδη 132 εκατ. ευρώ έναντι ζημίας 13 εκατ. ευρώ το 2022.

Αναλυτικότερα:

  • Στα Εμπορικά Κέντρα (4 σε λειτουργία) τα λειτουργικά κέρδη προ αποτιμήσεων και λοιπών αναπροσαρμογών (Retail EBITDA) ύψους 81 εκατ. ευρώ αποτελούν νέο ιστορικό ρεκόρ (αύξηση 18% έναντι του 2022 ). Ο συνεχιζόμενος ισχυρός ρυθμός αύξησης της λειτουργικής κερδοφορίας EBITDA οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εσόδων από τα συνολικά μισθώματα (24% έναντι του 2022) και των εσόδων στάθμευσης (16% έναντι του 2022, λόγω της σημαντικής αύξησης της επισκεψιμότητας).

  • Στις Μαρίνες: τα συνολικά λειτουργικά κέρδη (EBITDA) προ αποτιμήσεων και λοιπών αναπροσαρμογών αυξήθηκαν 5% έναντι του 2022 στα 18 εκατ. ευρώ επιτυγχάνοντας νέο ιστορικό ρεκόρ. Τα λειτουργικά κέρδη της Μαρίνας Φλοίσβου αυξήθηκαν 5% έναντι του 2022 στα 14 εκατ. ευρώ ενώ της Μαρίνας Αγ. Κοσμά (Ελληνικό) αυξήθηκαν 11% στα 5 εκατ. ευρώ. Η εν λόγω βελτίωση προέρχεται κυρίως λόγω της αύξησης των ετήσιων (μόνιμων) συμβάσεων ελλιμενισμού, βάσει της νέας τιμολογιακής πολιτικής, οι οποίες εξακολουθούν να ανέρχονται στο 100% της συνολικής χωρητικότητας.

  • Έργο στο Ελληνικό: η σημαντική αύξηση των εσόδων από πωλήσεις και μισθώσεις ακινήτων, λόγω της προόδου των κατασκευαστικών εργασιών και της λογιστικής αναγνώρισης εσόδων βάσει εκπλήρωσης σχετικών υποχρεώσεων, είναι ο κύριος παράγοντας επίτευξης σημαντικής λειτουργικής κερδοφορίας το 2023, σε διάστημα μόλις 2,5 ετών από την υπογραφή της εξαγοράς των μετοχών της ΕΛΛΗΝΙΚΟ Μ.Α.Ε. (25.06.2021). Τα λειτουργικά αποτελέσματα EBITDA προ αποτιμήσεων και λοιπών αναπροσαρμογών ανήλθαν σε 65 εκατ. ευρώ κέρδη έναντι ζημιάς 67 εκατ. ευρώ το 2022.

Οδ. Αθανασίου: Ολες οι επιμέρους επιχειρηματικές δραστηριότητες του ομίλου επέδειξαν εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις

Σχολιάζοντας τα οικονομικά αποτελέσματα του 2023 ο διευθύνων σύμβουλος της LAMDA Development κ. Οδυσσέας Αθανασίου επισήμανε ότι όλες οι επιμέρους επιχειρηματικές δραστηριότητες του ομίλου επέδειξαν εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις. «Τα Εμπορικά Κέντρα κατέγραψαν ένα ακόμα νέο ιστορικό ρεκόρ λειτουργικής κερδοφορίας (Retail EBITDA) στα 81 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά 18% έναντι του 2022. Νέο ιστορικό ρεκόρ λειτουργικής κερδοφορίας κατέγραψαν και οι Μαρίνες του ομίλου. 

Εντυπωσιακές ήταν οι εξελίξεις στην ανάπτυξη του έργου στο Ελληνικό. 

Οι συνολικές εισπράξεις από πωλήσεις ακινήτων, από την έναρξη του έργου, έφτασαν τα 641 εκατ. ευρώ γεγονός που οφείλεται στη σημαντικότατη ζήτηση για τις οικιστικές αναπτύξεις του έργου.

Σημειώνουμε ότι το 2023 υπήρξε η πρώτη κερδοφόρα χρονιά σε λειτουργικό επίπεδο για το έργο, σε διάστημα μόλις 2,5 χρόνων από την υπογραφή της εξαγοράς των μετοχών από τη LAMDA (25.06.2021). Το Ελληνικό προχωρά με πολύ γρήγορους ρυθμούς και τα οικιστικά έργα είναι πλέον ορατά από τη Λεωφ. Ποσειδώνος», πρόσθεσε ο Οδυσσέας Αθανασίου.

Έργο Ελληνικού

Αναφορικά με τα οικονομικά αποτελέσματα του έργου του Ελληνικού το 2023, ο κύριος παράγοντας της σημαντικής ανάκαμψης των λειτουργικών αποτελεσμάτων και της επίτευξης σημαντικής κερδοφορίας EBITDA σε διάστημα περίπου 2,5 ετών από τη μεταβίβαση των μετοχών της ΕΛΛΗΝΙΚΟ Μ.Α.Ε. (25.06.2021), είναι η σημαντική αύξηση των εσόδων από πωλήσεις και μισθώσεις ακινήτων, λόγω της προόδου των κατασκευαστικών εργασιών και της σταδιακής εκπλήρωσης των σχετικών υποχρεώσεων εκτέλεσης.

Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, χρήζουν ξεχωριστής αναφοράς οι παρακάτω σημαντικές παρατηρήσεις σχετικά με τις οικονομικές επιδόσεις και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του έργου στο Ελληνικό:


  • Οι συνολικές ταμειακές εισπράξεις από πωλήσεις/μισθώσεις ακινήτων από την έναρξη του έργου έως την 31.03.2024 ανήλθαν σε 641 εκατ. ευρώ.

  • Τα αναβαλλόμενα έσοδα από πωλήσεις/μισθώσεις ακινήτων, τα οποία θα αναγνωριστούν σταδιακά στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων, ανήλθαν την 31.12.2023 σε 127 εκατ. ευρώ.

  • Τα καθαρά αποτελέσματα, μετά από φόρους επιβαρύνθηκαν από χρηματοοικονομικά έξοδα που δεν έχουν επίπτωση στα ταμειακά διαθέσιμα και αφορούν στη λογιστική αναγνώριση μελλοντικών υποχρεώσεων ποσού 44 εκατ. ευρώ (έναντι 38 εκατ. ευρώ το 2022).

  • Μέσα στο 2023 πραγματοποιήθηκαν κεφαλαιουχικές δαπάνες (CAPEX) 171 εκατ. ευρώ ενώ την 31.12.2023 το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των συμβασιοποιημένων υποχρεώσεων για κεφαλαιουχικές δαπάνες (CAPEX) ανερχόταν σε περίπου 0,6 δισ. ευρώ.

  • Τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα την 31.12.2023 ανήλθαν σε 131 εκατ. ευρώ (165 εκατ. ευρώ την 31.12.2022).

  • Κατά τη διάρκεια του 2023 δεν εκταμιεύθηκαν τραπεζικά δάνεια για το έργο στο Ελληνικό (εξαιρουμένου του δανεισμού για τα Ellinikon Malls), παρά την ύπαρξη εγκεκριμένης πιστωτικής γραμμής από τις δανείστριες τράπεζες ύψους 232 εκατ. ευρώ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ

Φορολογικές δηλώσεις 2024: Το τελευταίο 10ήμερο Απριλίου ανοίγει η πλατφόρμα

     Μέσα στην επόμενη εβδομάδα θα γίνει νόμος του κράτους το φορολογικό νομοσχέδιο πού ήδη βρίσκεται προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής και εν συνεχεία θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες, έτσι ώστε το τελευταίο 10ήμερο του μήνα να ξεκινήσει η υποβολή των δηλώσεων.


Φέτος, τίθεται σε εφαρμογή το νέο σύστημα φορολόγησης για πάνω από 700.000 ελεύθερους επαγγελματίες – Τι αλλάζει με το τέλος επιτηδεύματος

Η αντίστροφη μέτρηση για το άνοιγμα της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την υποβολή των Φορολογικών Δηλώσεων του 2024 έχει ήδη ξεκινήσει.

Μέσα στην επόμενη εβδομάδα θα γίνει νόμος του κράτους το φορολογικό νομοσχέδιο πού ήδη βρίσκεται προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής και εν συνεχεία θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες, έτσι ώστε το τελευταίο 10ήμερο του μήνα να ξεκινήσει η υποβολή των δηλώσεων.

Η φετινή χρονιά έχει δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με πέρυσι. Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι από εφέτος τίθεται σε εφαρμογή το νέο σύστημα φορολόγησης για πάνω από 700.000 ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ παράλληλα μπαίνει στη ζωή μας η αυτοματοποιημένη υποβολή δηλώσεων για πάνω από 1 εκατομμύριο μισθωτούς και συνταξιούχους.

Η ΑΑΔΕ έχει ανεβάσει τις ταχύτητες για την ολοκλήρωση των νέων φορολογικών εντύπων και απομένει η έκδοση των σχετικών αποφάσεων που θα ξεκαθαρίζουν το νέο τοπίο, κάτι που εκτιμάται ότι μπορεί να ολοκληρωθεί την επόμενη εβδομάδα ή το αργότερο στις αρχές της μεθεπόμενης, ώστε πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα να έχει ανοίξει η σχετική πλατφόρμα και να ξεκινήσει η υποβολή των δηλώσεων από τους φορολογούμενους.

Η πρώτη καινοτομία εφέτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι συνταξιούχοι και μισθωτοί δε θα χρειαστεί φέτος ούτε να συμπληρώσουν αλλά ούτε και να υποβάλουν τη φορολογική τους δήλωση, εφόσον το θέλουν, καθώς θα το κάνει για αυτούς η ΑΑΔΕ, η οποία ταυτόχρονα θα εκδώσει τον … Λογαριασμό για τον Φόρο.

Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός από τους ελεύθερους επαγγελματίες θα πληρώσουν το μισό τέλος επιτηδεύματος ή ακόμη και μηδενικό, ενώ από του χρόνου … Μηδενίζεται.

Παράλληλα οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι, ατομικές επιχειρήσεις, θα δουν τον αυτόματο υπολογισμό από την ΑΑΔΕ που έχει υπολογίσει τα τεκμαρτά εισοδήματα με βάση τις αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο 700.000 επαγγελματιών.

Το πλέον σημαντικό είναι ότι τα ποσά του τεκμαρτών εισοδημάτων θα είναι προσυμπληρωμένα στη φορολογική δήλωση. Αυτό σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι κατά τη συμπλήρωση της δήλωσής τους θα δουν το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα που τους έχει προσδιορίσει η ΑΑΔΕ, ενώ με βάση τα στοιχεία που έχει αντλήσει η ΑΑΔΕ από τα myDATA θα είναι προσυμπληρωμένοι αλλά «ανοιχτοί» για διορθώσεις οι κωδικοί του εντύπου Ε3 με τα έσοδα και τα έξοδα.

Οι επαγγελματίες μπορούν να δηλώσουν μικρότερο φορολογητέο εισόδημα από το τεκμήριο, ωστόσο ο φόρος που θα κληθούν να πληρώσουν θα υπολογιστεί με βάση το τεκμαρτό εισόδημα.

Τέλος, δίνεται η δυνατότητα σε όσους θεωρούν ότι η τεκμαρτή προσέγγιση του εισοδήματος είναι άδικη, θα μπορούν να αμφισβητήσουν τον φόρο υποβάλλοντας ένσταση σε μια νέα πλατφόρμα που ετοιμάζει η ΑΑΔΕ.

Τέλος, ας δούμε τι αλλάζει από εφέτος στο τέλος επιτηδεύματος, το οποίο πλέον θα είναι τεσσάρων ταχυτήτων στα φετινά εκκαθαριστικά των φορολογικών δηλώσεων. 

Συγκεκριμένα:

  • 325 ευρώ για τους επιτηδευματίες και ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα.

  • 400-500 ευρώ για τα φυσικά πρόσωπα που το εισόδημα τους προέρχεται από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα και έχουν έγγραφη σύμβαση με μέχρι τρία φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα, ή 75% των ακαθάριστων εσόδων τους προέρχεται από ένα φυσικό ή/και νομικό πρόσωπο.

  • 800 ευρώ για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους.

  • 1000 ευρώ για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους.

Δημήτρης Καζάκης: Η Ελλάδα οδηγείται τάχιστα σε μια νέα κρίση πληρωμών!

     Το κυρίαρχο όμως πρόβλημα ήταν, είναι και παραμένει το δημόσιο χρέος. Και το χειρότερο είναι ότι ο τρόπος αναχρηματοδότησής του, μέσω κυρίως του βραχυχρόνιου δανεισμού με repos από το «Κοινό Κεφάλαιο Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ασφαλιστικών Φορέων», που διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδας σύμφωνα με τον καταχρηστικό ν. 2469/97 του Σημίτη, έχει πλέον εξαντληθεί.






To 2024 πιθανότητα θα είναι ένα νέο 2010 για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αν και πολύ χειρότερο γιατί η χώρα μας είναι σε πολύ πιο δεινή θέση απ’ ότι τότε. Τόσο σε επίπεδο χρέους, το οποίο παραμένει το κυρίαρχο πρόβλημα, όσο και σε επίπεδο εισοδήματος, επενδύσεων και απασχόλησης.

Η κυβέρνηση επιχείρησε τους προηγούμενους μήνες κυρίως με πληρωμένα από τον κρατικό προϋπολογισμό δημοσιεύματα στο εσωτερικό και εξωτερικό, να δημιουργήσει μια πλαστή εικόνα «οικονομικού θαύματος» για την καταρρέουσα Ελλάδα. Για το λόγο αυτό δαπάνησε υπερδιπλάσια ποσά απ’ ότι π.χ. θα απαιτούσε η εγκατάσταση ενιαίου συστήματος διεύθυνσης και ελέγχου του σιδηροδρομικού διχτύου της χώρας, προκειμένου να αποφύγουμε νέα Τέμπη.

Ταυτόχρονα, επέβαλε ομερτά στα ΜΜΕ και τους δημοσιογραφικούς κύκλους σχετικά με την καταρρέουσα οικονομία της Ελλάδας. Με την άρρητη συμπαράσταση του συνόλου της αντιπολίτευσης. Κι έτσι κανείς δεν τολμά να πει την αλήθεια. Κανείς δεν αμφισβητεί το κυρίαρχο αφήγημα. Εκτός βέβαια από αντιπολιτευτικές καντρίλιες σχετικά με το «μίγμα πολιτικής». Τίποτε άλλο.

Δεν πρέπει ο μέσος Έλληνας να αντιληφθεί αυτό που επίκειται. Όπως δεν έπρεπε να το αντιληφθεί και το 2008-2009, έστω κι αν είχε ήδη δρομολογηθεί η επίσημη χρεωκοπία της χώρας. Πρέπει για μια ακόμη φορά να πιαστεί εξ απήνης, ώστε εν μέσω κρίσης πληρωμών να εκβιαστεί για να σκύψει το κεφάλι στα πολύ χειρότερα.

Για το λόγο αυτό και με κάλυψη του ευρωπαϊκών οργάνων η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε μια πρωτοφανή – ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα – «δημιουργική λογιστική».

Έτσι εμφανίζει το ΑΕΠ του 2023 να παρουσιάζει πραγματική αύξηση γύρω στο 2% σε σχέση με το 2022. Την ίδια όμως ώρα ο Κύκλος Εργασιών για το Σύνολο των Επιχειρήσεων της Ελληνικής Οικονομίας με υποχρέωση τήρησης Διπλογραφικών Βιβλίων, σημείωσε πτώση σε τρέχουσες τιμές για το 2023 της τάξης του 3,8%! Η πτώση αυτή συνεχίζεται και τον Ιανουάριο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 κατά 1,5% σε τρέχουσες τιμές.

Πώς λοιπόν γίνεται ο τζίρος του συνόλου των Επιχειρήσεων της Ελληνικής οικονομίας να παρουσιάζει πτώση το 2023 και μάλιστα σε τρέχουσες τιμές, αλλά το ΑΕΠ να παρουσιάζει πραγματική άνοδο; Πρόκειται φυσικά για «δημιουργική λογιστική».

Ταυτόχρονα, εμφανίζουν τον επίσημο πληθωρισμό να κινείται το 2023 σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από το 2022, αλλά η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Στο διάγραμμα βλέπουμε την εξέλιξη του επίσημου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) σε σύγκριση με τον τιμάριθμο λιανικών πωλήσεων για όλη την περίοδο 2001-2023.



Τι παρατηρούμε; Ο ΔΤΚ παρακολουθεί τον τιμάριθμο των λιανικών πωλήσεων για όλα τα χρόνια, εκτός από το 2023! Το 2023 εμφανίζεται να μειώνεται δυσανάλογα με τον τιμάριθμο λιανικών πωλήσεων, ο οποίος κινείται στο 7,2%!

Το κυρίαρχο όμως πρόβλημα ήταν, είναι και παραμένει το δημόσιο χρέος. Και το χειρότερο είναι ότι ο τρόπος αναχρηματοδότησής του, μέσω κυρίως του βραχυχρόνιου δανεισμού με repos από το «Κοινό Κεφάλαιο Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ασφαλιστικών Φορέων», που διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδας σύμφωνα με τον καταχρηστικό ν. 2469/97 του Σημίτη, έχει πλέον εξαντληθεί. Ήδη στα τέλη του 2023 το δημόσιο χρέος που έχουν επωμιστεί τα ΝΠΔΔ και οι Ασφαλιστικοί Φορείς έφτασε σχεδόν τα 69 δις ευρώ!

Ταυτόχρονα και παρά τα εκατοντάδες εκατομμύρια προβολής του δήθεν «οικονομικού θαύματος» της Ελλάδας, οι διεθνείς αγορές χρήματος και κυρίως οι θεσμικοί επενδυτές εξακολουθούν να μην εμπιστεύονται τους ελληνικούς τίτλους χρέους, αλλά και την κατάσταση των εγχώριων τραπεζών. Γι’ αυτό και δεν αγοράζουν.

Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπιστεί η υφέρπουσα κρίση πληρωμών, η ΕΕ εξανάγκασε για μια ακόμη φορά την Ελλάδα να κυνηγήσει πρωτογενή πλεονάσματα, προκειμένου να περιοριστούν, οριακά έστω, οι τεράστιες ανάγκες αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Κι έτσι η καταρρέουσα και υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία υπόκειται σε νέα, ακόμη πιο αδίστακτη «εσωτερική υποτίμηση» σε συνθήκες όπου η φυγή χρήματος και κεφαλαίου φτάνει σε νέα ύψη.

Το καθαρό έλλειμμα διατραπεζικών συναλλαγών Target-2 το 2023 σημείωσε νέο ιστορικό υψηλό ξεπερνώντας τα 114,6 δις ευρώ από 110,1 δις ευρώ το 2022, το οποίο συνιστούσε επίσης ετήσιο ρεκόρ για όλη την περίοδο ένταξης στο ευρωσύστημα! Την ίδια ώρα που το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε στα 14,1 δις ευρώ το 2023 από 21,2 δις ευρώ το 2022. Λόγω κυρίως των μέτρων εμπάργκο κατά της Ρωσίας.

Η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αντιμετωπίσει αυτή την επιδείνωση της κρίσης πληρωμών με την φορολεηλασία ενός εισοδήματος που συρρικνώνεται ραγδαία, αλλά και την επιτάχυνση του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, απ’ όπου ελπίζει να αντλήσει 7,2 δις ευρώ φέτος. Θα τα καταφέρει; Και μάλιστα εν μέσω μιας όλο και βαθύτερης πανευρωπαϊκής κρίσης που επιδεινώνει η κλιμάκωση του πόλεμου, η επιβολή εμπάργκο και ενός πανάκριβου ενεργειακού μοντέλου προς όφελος των χρηματιστικών αγορών;

Το θέμα δεν είναι τι θα κάνει η κυβέρνηση. Τόσο το κυβερνών κόμμα, όσο και τα υπόλοιπα της Βουλής – μηδενός εξαιρουμένου – έχουν αποδείξει στην πράξη ότι δεν θέλουν με τίποτε να συζητήσει η ελληνική κοινωνία εναλλακτικές του έξωθεν και άνωθεν δεδομένου ενός απόλυτα καταστροφικού μονόδρομου. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε εμείς οι υπόλοιποι. Θα ανεχτούμε για μια ακόμη φορά να μας πιάσουν κότσους; Θα πούμε ξανά «ωχ, αδερφέ, δεν γίνεται τίποτε» και θα γυρίσουμε πλευρό; Ή αυτή τη φορά θα τους τελειώσουμε, πριν μας τελειώσουν;

_____________________________________________

Δημήτρης Καζάκης, είναι πολιτικός και οικονομολόγος-αναλυτής. Ιδρυτής και πρόεδρος του Ενιαίου Πατριωτικού Μετώπου – Ε.ΠΑ.Μ.

Γιάννης Στουρνάρας: «Όφελος 3,5 δις από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών για το ελληνικό δημόσιο»

     Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στη Βουλή των Ελλήνων στη συζήτηση για την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις ελληνικές τράπεζες


Στο πλαίσιο ομιλίας του σε συνεδρίαση των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών για την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο κ. Σουρνάρας είπε ότι μια «πρώτη αποτίμηση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα σε σύγκριση με τα οφέλη που αποκόμισε το Ελληνικό Δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη την εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (Private Sector Involvement), δείχνει ότι ο Έλληνας φορολογούμενος έχει συνολικά μέχρι τώρα ωφεληθεί με ποσό που εκτιμάται σε περίπου 3,5 δισεκ. ευρώ».

Καθαρό όφελος 3,5 δισ. ευρώ στο Ελληνικό Δημόσιο απέφερε η στήριξη του τραπεζικού συστήματος στη διάρκεια της κρίσης, όπως τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στη συζήτηση στη Βουλή για την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις ελληνικές τράπεζες.

«Η ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών και η εξυγίανση λιγότερων σημαντικών τραπεζών με την πλήρη προστασία των καταθέσεων όχι μόνο διασφάλισε την χρηματοπιστωτική σταθερότητα κατά τη διάρκεια της πολυετούς δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης, αλλά και συνέβαλε αποφασιστικά στην επιστροφή της Ελλάδας σε διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Το μεγάλο αυτό επίτευγμα, υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, δεν πρέπει να αγνοείται», υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ.

Εξηγώντας τους υπολογισμούς της ΤτΕ, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι το συνολικό κόστος για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος υπολογίζεται σε 50,282 δισ. ευρώ. Όμως, τα συνολικά οφέλη του Δημοσίου ανήλθαν σε 53,747 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο όφελος ήταν τα 38,2 δισ. ευρώ που αποτελεί τη συμβολή του τραπεζικού συστήματος στην αναδιάρθρωση του χρέους (PSI).

Όπως υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας,
  • Η διαδικασία αυτή απαίτησε μεν δημόσιους πόρους, αλλά διασφάλισε την προστασία των καταθέσεων πολλαπλάσιου ύψους και απέτρεψε την πλήρη κατάρρευση της οικονομίας και της κοινωνίας.
  • Μια προσεκτική πρώτη αποτίμηση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα σε σύγκριση με τα οφέλη που αποκόμισε το Ελληνικό Δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη την εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (Private Sector Involvement), δείχνει ότι ο Έλληνας φορολογούμενος έχει συνολικά μέχρι τώρα ωφεληθεί με ποσό που εκτιμάται σε περίπου 3,5 δισεκ. ευρώ.

Η ομιλία του Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα

«Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Στην παρέμβασή μου, θα αναφερθώ: α) Πρώτον, στα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα την περίοδο 2010-2015, β) Δεύτερον, στις παρεμβάσεις των αρχών (Κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδος, Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, θεσμοί και κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ), προκειμένου να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, και κυρίως για να διαφυλαχθούν οι καταθέσεις ιδιωτών και επιχειρήσεων, γ) Τρίτον, στην αποτίμηση του κόστους και του οφέλους αυτών των παρεμβάσεων, και δ) Τέταρτον, στις πρόσφατες εξελίξεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

1. Προβλήματα και προκλήσεις που αντιμετώπισε ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης (ιδιαίτερα την περίοδο 2010-15)

Οι προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ελληνικός τραπεζικός τομέας κατά τη διάρκεια των ετών της οικονομικής κρίσης ήταν χωρίς προηγούμενο και διαμόρφωσαν, ιδιαίτερα κατά το διάστημα 2010-2015, συνθήκες διαταραχής της  χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, η δραματική μείωση της ρευστότητας, ο αποκλεισμός από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και χρήματος και οι περιορισμοί στο καθεστώς κίνησης κεφαλαίων (για περίοδο τεσσάρων ετών περίπου) αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα κύρια ζητήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν κυρίως οι Ελληνικές Αρχές και ειδικότερα η Κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, καθώς και οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσμοί και κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ.

Ως γνωστόν, κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν αντιμετώπισε μόνο η Ελλάδα. Από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι τις μέρες μας, μία σειρά ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) χωρών βίωσαν συνθήκες χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Είναι επίσης ευρέως αποδεκτό ότι σε αντίθεση με την εμπειρία άλλων χωρών (π.χ. Ιρλανδία, Κύπρος, Ισπανία), στη χώρα μας ο τραπεζικός κλάδος δεν ήταν το αίτιο της κρίσης.

Οι ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών που έγιναν κατά την περίοδο της κρίσης ήταν αναγκαίες, προέκυψαν δε σημαντικές ωφέλειες από την ολοκλήρωσή τους, τόσο για την πραγματική οικονομία όσο και για τις τράπεζες. Η πλήρης προστασία των καταθέσεων, ασχέτως εάν ανήκουν σε νοικοκυριά ή επιχειρήσεις, η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας, η ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, η διαμόρφωση συνθηκών επανόδου των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και χρήματος και η σημαντική συγκράτηση της απομόχλευσης των τραπεζικών χορηγήσεων αποτέλεσαν τις κυριότερες επιδιώξεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε όλους αυτούς τους τομείς, τα οφέλη υπήρξαν ορατά και σημαντικά.

1.1. Αίτια για τις Φάσεις Ανακεφαλαιοποίησης στην περίοδο 2013-2015

Στα τέλη του 2009, το σύνολο των ελληνικών τραπεζών εμφάνιζε ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη. Ενδεικτικά:

  • Ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ήταν 12%.
  • Ο συνολικός δείκτης δανείων προς καταθέσεις (Loans/Deposits ratio) ήταν 104%
  • Το καθαρό εισόδημα επιτοκίου προς το σταθμισμένο για κινδύνους ενεργητικό (Net Interest Income to RWAs) ήταν 4,4%.

Οι τράπεζες (με εξαίρεση ορισμένα ιδρύματα υπό κρατικό έλεγχο) είχαν μηδενική έκθεση σε τοξικά επενδυτικά προϊόντα και η κρίση των λεγόμενων subprime προϊόντων είχε ελάχιστη επίδραση στους ισολογισμούς τους.

Οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στην Ελλάδα προέκυψαν από άλλους παράγοντες, που σχετίζονταν με τις ήδη αυξανόμενες από πριν ανισορροπίες, δηλαδή τα μεγάλα δίδυμα ελλείμματα, την αύξηση δημοσίου χρέους και την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας. Συγκεκριμένα, από τα τέλη του 2009 και αργότερα, οι τράπεζες αντιμετώπισαν μία σειρά από ιδιαίτερα αρνητικές επιδράσεις :

  • Αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις πιστοληπτικής ικανότητας (credit ratings) από διεθνείς οργανισμούς
  • Μαζική εκροή καταθέσεων (37% κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2009-Ιουνίου 2012, €87 δισεκατομμύρια συνολικά, και 27% κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2014-Ιουλίου 2015, €44 δισεκατομμύρια συνολικά)
  • Αποκλεισμό πρόσβασης σε αγορές κεφαλαίου και χρήματος με ταυτόχρονη υποχρέωση αποπληρωμής υποχρεώσεων άνω των €40 δισεκατομμυρίων
  • Ζημίες €40 δισεκατομμυρίων περίπου από το πρόγραμμα ανταλλαγής κρατικών ομολόγων (PSI)
  • Άνευ προηγουμένου αύξηση σχηματισμού προβλέψεων από την διαρκώς επιδεινούμενη ποιότητα δανείων και περιουσιακών στοιχείων (ο δείκτης καθυστερήσεων ανέβηκε από το 5% στα τέλη του 2008 στο 21,5% στα μέσα του 2012, στο 35% περίπου στα τέλη του 2014 και σχεδόν 50% στις αρχές του 2016).

2. Παρεμβάσεις αρχών

Σε αυτό το δεδομένο πλαίσιο, η Κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προέβησαν σε σειρά ενεργειών που αποσκοπούσαν στην θωράκιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ασφάλειας των καταθέσεων. Μεταξύ των ενεργειών αυτών, κρίσιμη σημασία είχαν:

  • η κάλυψη των βραχυπρόθεσμων αναγκών ρευστότητας των τραπεζών, με την παροχή δυνατότητας προσφυγής στο μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (“emergency liquidity assistance – ELA”),
  • η διασφάλιση της επάρκειας των “Χρηματοδοτικών Πόρων” (Financial Envelope), δηλαδή των δημόσιων πόρων που προορίζονται για την κάλυψη της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησης και του κόστους αναδιάταξης του ελληνικού τραπεζικού τομέα, που ειδικότερα για την περίοδο 2012-2014 είχε εκτιμηθεί σε €50 δισεκατομμύρια και στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουλίου 2015 σε €10-€25 δισεκατομμύρια, αν και τελικά οι ανάγκες αποδείχθηκαν πολύ λιγότερες (γύρω στα 5 δισεκ. ευρώ) κατά τη διάρκεια της κρίσης.
  • η εξυγίανση αδύναμων τραπεζών, βάσει ενός διευρυμένου νομικού πλαισίου,
  • η απαίτηση από όλες τις ελληνικές τράπεζες να αυξήσουν την κεφαλαιακή τους βάση σε ένα συντηρητικά εκτιμημένο επαρκές επίπεδο.

Το κύριο γενεσιουργό αίτιο των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών ήταν οι ζημίες στα χαρτοφυλάκια δανείων. Αναμφισβήτητα, οι ζημίες από το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI) αποτέλεσαν κύριο προσδιοριστικό παράγοντα κατά την περίοδο 2012-2013, όμως οι ζημίες αυτές δεν ήταν επαναλαμβανόμενες και καλύφθηκαν πλήρως. Κατά συνέπεια, δυνητικές ζημίες ήταν δυνατόν να προκύψουν κατά κύριο λόγο από αρνητικές μεταβολές στην αξία των δανείων. Η αξία των δανείων με τη σειρά της εξαρτάται κυρίως από δύο παράγοντες:

  • Την πιθανότητα αθέτησης (probability of default), που είναι αρνητικά συσχετισμένη με το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας (ιδιαίτερα δε τις αρνητικές μεταβολές του ΑΕΠ και του διαθέσιμου εισοδήματος), και
  • Την αξία ανάκτησης καλυμμάτων (recovery rate) που είναι επίσης συσχετισμένη με το δείκτη αξίας ακινήτων και τις τιμές εμπράγματων εξασφαλίσεων.

Οι παράγοντες αυτοί άσκησαν ισχυρές πιέσεις στη ρευστότητα και την κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών, απειλώντας τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι ελληνικές τράπεζες είχαν σχηματίσει υψηλές προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις διαρκώς διευρυνόμενες ζημίες από τα δανειακά χαρτοφυλάκια. Ειδικότερα στην τριετία 2013-2015, οι προβλέψεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών σε ετήσια βάση κυμαινόταν συνήθως από 2,5% έως 6% της ονομαστικής αξίας του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, με αποτέλεσμα οι ζημίες αυτές να διαβρώνουν την κεφαλαιακή τους βάση.

Η προσαρμογή των εποπτικών κεφαλαίων (μέσω των διαδικασιών ανακεφαλαιοποίησης) διατήρησε τους σχετικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο υψηλότερο του ελάχιστου αποδεκτού, και κατά συνέπεια ικανοποιούσε τους όρους και προϋποθέσεις για παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο παροχής ρευστότητας, επιτεύχθηκε, παρά τις γενικότερες οικονομικές δυσκολίες, η διατήρηση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όλα αυτά τα χρόνια.

Η ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτέλεσε, ως διαδοχική σειρά ασκήσεων αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, μία από τις κυριότερες τομές που πραγματοποιήθηκαν στην ελληνική οικονομία από τις αρχές της κρίσης έως τις μέρες μας. Η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών επέτρεψε:

  • Την αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα μέσω απάλειψης πλεονάζοντος δυναμικού των τραπεζικών δικτύων
  • Τον περιορισμό της συμμετοχής του δημόσιου τομέα
  • Τη διατήρηση και ενδυνάμωση του εταιρικού ελέγχου μέσω της συμμετοχής ιδιωτών

3. Προσδιορισμός των Ωφελειών από τις Ανακεφαλαιοποιήσεις

Τα οφέλη από τις επιτυχείς φάσεις ολοκλήρωσης ανακεφαλαιοποίησης ήταν ιδιαίτερα σημαντικά και καλύπτουν τόσο το χρηματοπιστωτικό χώρο όσο και τον ευρύτερο οικονομικό:

  1. Εν μέσω πρωτόγνωρων συνθηκών συστημικής αστάθειας, κυρίως από πλευράς ζημιών και εκροών καταθέσεων, οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν χωρίς να χαθεί ούτε ένα ευρώ από καταθέσεις, γεγονός που έχει τεράστια σημασία για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
  2. Ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του Ευρωσυστήματος και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για κεφαλαιακή επάρκεια και διατηρήθηκε έτσι η πρόσβαση στη ρευστότητα του Ευρωσυστήματος.
  3. Με τη διαμόρφωση υψηλών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας  κατέστη δυνατή η σταδιακή επιστροφή των τραπεζών στις πανευρωπαϊκές αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
  4. Περιορίσθηκε η απομόχλευση των ισολογισμών των τραπεζών, με ορατές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας.

Οι κινήσεις αυτές διαμόρφωσαν καλύτερες συνθήκες λειτουργίας και ανταγωνισμού στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, διότι:

  • Μειώθηκε ο αριθμός προβληματικών και μη ανταγωνιστικών τραπεζικών μονάδων, που διαχρονικά χαρακτηρίστηκαν από αδυναμίες στη διάρθρωση του ενεργητικού τους.
  • Μειώθηκε ο αριθμός τραπεζικών μονάδων καθώς οι μακροχρόνιες τάσεις της τραπεζικής αγοράς υπέδειξαν ένα μέγεθος πολύ διαφορετικό από αυτό της προηγούμενης δεκαετίας.
  • Διαμορφώθηκαν οικονομίες κλίμακας και σημαντικές συνέργειες με αποτέλεσμα την βελτίωση της αποδοτικότητας των τραπεζών.

Μία κριτική που ασκείται είναι ότι οι τράπεζες έχουν κατ’ επανάληψη ανακεφαλαιοποιηθεί (με χρήματα του Δημοσίου) και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν συμβάλει στην πιστωτική επέκταση και στις αναπτυξιακές προσπάθειες. Όμως τα πραγματικά στοιχεία υποδεικνύουν ένα διαφορετικό συμπέρασμα:

Ενώ συνήθως σε μια μεγάλη οικονομική κρίση συρρικνώνεται δραστικά ο ισολογισμός των τραπεζών, στην Ελλάδα δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αντίθετα, ενώ το σύνολο των καταθέσεων μειώθηκε κατά 48,4% από το 2009 έως το 2015, ποσοστό που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να επιφέρει ταχεία απομόχλευση του τραπεζικού κλάδου και περαιτέρω υφεσιακές συνθήκες, η ετήσια πιστωτική συρρίκνωση στην Ελλάδα ουδέποτε υπερέβη το 4%. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό εάν αναλογισθεί κανείς ότι στη διάρκεια αυτών των ετών μειώθηκε η έκθεση ξένων τραπεζών σε ελληνικές επιχειρήσεις, που με τη σειρά τους αναχρηματοδότησαν λήξεις δανείων μέσω ελληνικών τραπεζών.

Τέλος, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι οι ενέργειες και οι διαδικασίες αυτές δεν ήταν ούτε ανορθόδοξες ούτε μοναδικές στον ευρωπαϊκό χώρο. Το πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης ακολούθησε τους κανόνες ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς ζητήματα κρατικής ενίσχυσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο σχεδιασμός ενός μακροχρόνια βιώσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος, με σταδιακή απεξάρτηση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας και με τη δημιουργία συνθηκών επαναλαμβανόμενης και υγιούς κερδοφορίας αποτέλεσε άμεση προτεραιότητα. Οι βασικοί άξονες δράσης που εφαρμόστηκαν και εξακολουθούν να ισχύουν, αφορούν:

(α) τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας και την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου μέσω οργανικής κερδοφορίας,

(β) την απεμπλοκή από μη αμιγώς τραπεζικές εργασίες,

(γ) τον επανασχεδιασμό των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό,

(δ) την ενεργό διαχείριση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού, και

(ε) τη μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως ποσοστό των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων.

Με τον τρόπο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να επαναοριοθετήσουν τη στρατηγική τους και να αναδιαρθρώσουν τη δομή τους ώστε να συμβάλουν στην αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις προοπτικές που διανοίγονται με την ψηφιακή τεχνολογία και τη σημαντική ροή κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης (NGEU - RRF).

3.1. Ποιο ήταν τελικά το κόστος της κρίσης για το Ελληνικό Δημόσιο;

Η ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών και η εξυγίανση λιγότερων σημαντικών τραπεζών με την πλήρη προστασία των καταθέσεων όχι μόνο διασφάλισε την χρηματοπιστωτική σταθερότητα κατά τη διάρκεια της πολυετούς δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης, αλλά και συνέβαλε αποφασιστικά στην επιστροφή της Ελλάδας σε διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Το μεγάλο αυτό επίτευγμα, υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, δεν πρέπει να αγνοείται. 

Θα ήθελα να υπενθυμίσω για μία ακόμη φορά ότι σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι ευπάθειες του χρηματοπιστωτικού τομέα προκάλεσαν προβλήματα στο Δημόσιο (π.χ. Ιρλανδία) κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009, στην Ελλάδα ήταν η δημοσιονομική κρίση που προκάλεσε την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα μέσω της εξυγίανσης τραπεζών και δανειακών χαρτοφυλακίων και κατέστησε αναγκαία την προσφυγή μας σε μνημόνια οικονομικών και χρηματοπιστωτικών πολιτικών.

Όπως προανέφερα, η διαδικασία αυτή απαίτησε μεν δημόσιους πόρους[1], αλλά διασφάλισε την προστασία των καταθέσεων πολλαπλάσιου ύψους και απέτρεψε την πλήρη κατάρρευση της οικονομίας και της κοινωνίας. Μια προσεκτική πρώτη αποτίμηση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα σε σύγκριση με τα οφέλη που αποκόμισε το Ελληνικό Δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη την εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (Private Sector Involvement), δείχνει ότι ο Έλληνας φορολογούμενος έχει συνολικά μέχρι τώρα ωφεληθεί με ποσό που εκτιμάται σε περίπου 3,5  δισεκ. ευρώ[2].

Το κυριότερο όφελος του Ελληνικού Δημοσίου προέρχεται, όπως αναμένεται, από την εθελοντική ανταλλαγή του δημόσιου χρέους (Private Sector Involvement – PSI). Οι συνολικές ακαθάριστες ζημίες του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα από το PSI ανήλθαν σε 38,3 δισεκ. ευρώ (λαμβάνοντας υπόψη και το debt-buy back του Δεκεμβρίου 2012). Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος διέθεσε υψηλά μερίσματα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία σε μεγάλο βαθμό προέρχονταν από τα έσοδα από την παροχή έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance) προς τις τράπεζες. Επιπλέον, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) έχει εισπράξει έσοδα (αποπληρωμές και μερίσματα) από τις μετατρέψιμες ομολογίες (CoCos) που είχαν εκδοθεί, από την πρόσφατη επιτυχημένη αποεπένδυσή του από τις σημαντικές τράπεζες στο διάστημα Οκτωβρίου 2023 – Μαρτίου 2024, από τις διανομές των εκκαθαρίσεων τραπεζών που εξυγιάνθηκαν και από άλλες πηγές. Τέλος, στο συνολικό όφελος για τον Έλληνα φορολογούμενο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και η αποτίμηση των υφιστάμενων συμμετοχών του ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και στην Τράπεζα Αττικής, καθώς και η προσδοκώμενη ανάκτηση από τις εκκαθαρίσεις τραπεζών που εξυγιάνθηκαν (βλ. Πίνακα 1).

 

Από την άλλη, η συνεισφορά του ΤΧΣ στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών[3] ανήλθε σε 25,5 δισεκ. ευρώ και η συνεισφορά του στην εξυγίανση μη συστημικών τραπεζών σε 14,4 δισεκ. ευρώ[4]. Στη συνέχεια το ΤΧΣ συμμετείχε στην ανακεφαλαιοποίηση των σημαντικών τραπεζών του 2015 με 5,4 δισεκ. ευρώ σε μετοχές και μετατρέψιμα ομόλογα (contingent convertibles – CoCos). Στο συνολικό κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να συνεκτιμηθεί η μετατροπή των οριστικών και εκκαθαρισμένων φορολογικών απαιτήσεων (deferred tax credit – DTCs της Τράπεζας Αττικής), καθώς και η συμμετοχή του ΤΧΣ στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής. Τέλος, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και το ύψος των DTC των σημαντικών τραπεζών που έχει ήδη αποσβεστεί (βλ. Πίνακα 2)[5].

 

4. Πρόσφατες εξελίξεις

Ερχόμενοι στο σήμερα: Τα τελευταία έτη, έχει επιτευχθεί αναμφισβήτητα τεράστια πρόοδος στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν εξυγιάνει πλήρως τους ισολογισμούς τους και διαθέτουν πλέον επίπεδα ρευστότητας, κεφαλαιακής επάρκειας και κερδοφορίας ανάλογα με αυτά των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ενδεικτικά, παραθέτω ορισμένα μεγέθη για το 2023:

-  Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε περαιτέρω, με αποτέλεσμα στο τέλος του 2023 το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) να διαμορφωθεί σε 9,9 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 24,9% [ή 3.294 εκατ. ευρώ] σε σχέση με το τέλος του 2022 [13,2 δισεκ. ευρώ]. Σημειώνεται ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 90,7% ή 97,2 δισεκ. ευρώ.

- Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά το 2023, λόγω της αύξησης των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων. Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 [Common Equity Tier 1 ratio] σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,5% το Δεκέμβριο του 2023 από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου [Total Capital Ratio] σε 18,7% από 17,5% αντίστοιχα. Τα επίπεδα αυτά υπερβαίνουν αρκετά τα ελάχιστα απαιτούμενα από τις εποπτικές αρχές.

- Οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού τομέα παρουσίασαν βελτίωση, κυρίως λόγω της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές κεφαλαίων βελτιώθηκε περαιτέρω, ενώ οι καταθέσεις την ίδια περίοδο συνέχισαν την ανοδική τους πορεία  [αν και με μειωμένο ρυθμό] αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Η αύξηση των καταθέσεων συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό ώστε τα ρευστά διαθέσιμα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων να παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο, παρά την αποπληρωμή σημαντικών ποσών που είχαν αντληθεί μέσω των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης TLTRO III. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες διατήρησαν τους εποπτικούς δείκτες ρευστότητας σε επίπεδα αρκετά υψηλότερα των ελάχιστων ορίων [Ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio – LCR) συνέχισε την ανοδική του πορεία και διαμορφώθηκε σε 220,3% και ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio – NSFR), διαμορφώθηκε σε 135,4% τον Δεκέμβριο του 2023, από 132,9% τον Δεκέμβριο του 2022].

- Τέλος, το 2023 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,8 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισεκ. ευρώ το 2022. Θετικά συνέβαλε η σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων, καθώς και η διατήρηση του λειτουργικού κόστους και του κόστους πιστωτικού κινδύνου σε χαμηλά επίπεδα, ενώ αρνητικά επίδρασε η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα.

- Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη ενέργειες προκειμένου να δημιουργηθεί ένας ‘πέμπτος πόλος’ στο τραπεζικό σύστημα, με τη συγχώνευση δύο λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων και με την ταυτόχρονη εξυγίανση του ισολογισμού τους μέσω της χρήσης του προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής 3».

Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, συνεχίζουν να υπάρχουν προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες, που σχετίζονται κυρίως με εξωγενείς παράγοντες. Συγκεκριμένα:

- Το μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον παγκοσμίως περιβάλλεται από μεγάλη αβεβαιότητα με αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και τάση επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, μεταξύ των οποίων και σε πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ. Οι εξελίξεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν ανά πάσα στιγμή τη διάθεση ανάληψης κινδύνου των ξένων επενδυτών καθώς και τις αποτιμήσεις στα χρηματιστήρια.

- Το περιβάλλον που διαμορφώνεται από την παραμονή σε  υψηλά βασικά επιτόκια και το συνακόλουθο αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με τον μειωμένο ρυθμό αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας, το αυξημένο κόστος παραγωγής και το συμπιεσμένο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, θα εξακολουθεί να ασκεί πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Κάτι τέτοιο θα έχει ενδεχομένως δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των ελληνικών τραπεζών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σημαντικές τράπεζες στοχεύουν σε περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ την προσεχή τριετία προσεγγίζοντας ακόμα περισσότερο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που ανέρχεται σε 1,9% με στοιχεία Δεκεμβρίου 2023.

- Η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς το Δεκέμβριο του 2023 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) ανέρχονταν σε 12,9 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 54% των Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 [CET1].

- Τέλος, εμφανίζονται νέοι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως η κλιματική αλλαγή και οι κυβερνοεπιθέσεις (cyber attacks).

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω και μία γενικότερη πρόκληση που επηρεάζει εμμέσως τις τράπεζες και αφορά το ιδιωτικό χρέος.

- Όπως γνωρίζετε, η μεταφορά των ΜΕΔ εκτός τραπεζικού τομέα δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις [ΕΔΑΔΠ]. Το Δεκέμβριο 2023 η συνολική αξία των ανοιγμάτων που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ για λογαριασμό των Εταιριών Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ανήλθε σε σχεδόν 70 δισεκ. ευρώ.

- Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του ιδιωτικού χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων και επιλογών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων οι οποίοι έχουν αξιόλογα βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.

4.1. Αποεπένδυση από το ΤΧΣ

Οι πρόσφατες επιτυχείς συναλλαγές αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις συμμετοχές του στις ελληνικές σημαντικές τράπεζες αποδεικνύουν ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει επανέλθει πλήρως στην κανονικότητα, παρά τις προκλήσεις που προανέφερα. Συγκεκριμένα:

  • To 2023 η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της Ελλάδας σε συνδυασμό με τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών επιχειρήσεων και τραπεζών είχαν ως αποτέλεσμα ο Γενικός Δείκτης Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών και ο κλαδικός Δείκτης Τιμών FTSE Τραπεζών του Χρηματιστήριου Αθηνών να αυξηθούν σημαντικά [κατά 39,1% και 65,7% αντίστοιχα], σημειώνοντας σε ετήσια βάση μια από τις καλύτερες επιδόσεις διεθνώς, γεγονός που δημιούργησε μια ευνοϊκή συγκυρία για τη διάθεση της συμμετοχής του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών ελληνικών τραπεζών. [Διαφαίνεται ότι οι προσδοκίες για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την ενίσχυση των τραπεζικών μεγεθών έχουν σε μεγάλο βαθμό προεξοφληθεί και ενσωματωθεί στις τρέχουσες αποτιμήσεις].
  • Στο πλαίσιο αυτό, το ΤΧΣ προέβη το δ΄ τρίμηνο του 2023 και το α΄ τρίμηνο του 2024 σε τέσσερις συναλλαγές αποεπένδυσης διαθέτοντας το σύνολο της συμμετοχής του στην Eurobank Ergasias Υπηρεσιών και Συμμετοχών ΑΕ, στην Alpha Υπηρεσιών και Συμμετοχών ΑΕ και στην Πειραιώς Financial Holdings AE, καθώς και το 22% του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (στην οποία το ΤΧΣ διατήρησε το 18,39% του μετοχικού της κεφαλαίου).
  • Οι συναλλαγές αυτές έγιναν με ευνοϊκούς όρους για το ΤΧΣ. Ειδικότερα, η πρώτη συναλλαγή διενεργήθηκε με αυξημένη τιμή (premium) 18,4% έναντι της τιμής κλεισίματος της μετοχής στο ΧΑ στις 22 Σεπτεμβρίου 2023 (ημερομηνία αρχικής δεσμευτικής προσφοράς) και η δεύτερη συναλλαγή σε αυξημένη τιμή 9,4% σε σχέση με την ανεπηρέαστη (undisturbed) τιμή κλεισίματος της μετοχής στο ΧΑ στις 20 Οκτωβρίου 2023, η οποία ήταν η τελευταία εργάσιμη ημέρα πριν από τη λήψη της προσφοράς.
  • Μάλιστα, η είσοδος στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Υπηρεσιών και Συμμετοχών ΑΕ ενός από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους στη ζώνη του ευρώ, της UniCredit Group, επιφέρει πρόσθετα οφέλη, καθώς συνοδεύτηκε από την σύναψη συμφωνιών στρατηγικής συνεργασίας σε συγκεκριμένους τομείς και ισχυροποιεί τη μετοχική και κεφαλαιακή της βάση.

Όμως, όπως προανάφερα, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις τόσο για τις ελληνικές όσο και για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα για επιτυχημένη αποεπένδυση του ΤΧΣ σε ελκυστικές αποτιμήσεις δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένη, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τον χρονικό περιορισμό που έχει για διάθεση των συμμετοχών του μέχρι το τέλος του 2025. 

5. Επίλογος

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Στη σημερινή μου παρέμβαση ανέδειξα τα αίτια της τραπεζικής κρίσης στη χώρα μας και πως τα μέτρα που ελήφθησαν από τις αρχές στην Ελλάδα και το εξωτερικό διασφάλισαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που είναι ανεκτίμητης αξίας. Έδειξα επίσης πως η ανακεφαλαιοποίηση και η αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα έχει έως τώρα θετικό όφελος για τον Έλληνα φορολογούμενο.

Έχοντας ιδιωτικοποιηθεί πλήρως και με υγιή θεμελιώδη μεγέθη, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Οι τράπεζες έχουν επανεκκινήσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ενώ οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης θα τονωθούν και από τις εκταμιεύσεις των επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επίσης, οι τράπεζες επενδύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό (digitalisation) των εργασιών τους προκειμένου να βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πελάτες τους, αλλά και να μειώσουν το λειτουργικό κόστος. 

Ταυτόχρονα, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις τις οποίες προανέφερα. Εν μέσω αυτών των προκλήσεων, ο τραπεζικός τομέας έχει να επιτελέσει ένα σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας μετά την πανδημία, στην αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων και στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου που θα βασίζεται στην εξωστρέφεια και την καινοτομία.

Ο ρόλος αυτός γίνεται πιο σημαντικός σε μία μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η ραχοκοκαλιά της είναι οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες στηρίζονται σχεδόν εξολοκλήρου στο τραπεζικό σύστημα προκειμένου να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη λειτουργία τους και τη διενέργεια νέων επενδύσεων. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις τράπεζες της σε σχέση με την ευρωπαϊκή οικονομία.

Σας ευχαριστώ.»

[1] Οι δημόσιοι πόροι που διατέθηκαν για τον τραπεζικό τομέα αντιπροσώπευαν περίπου το 16% του συνολικού ύψους των διατεθέντων πόρων μέσω προγραμμάτων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών πολιτικών στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης.

[2] Για τον υπολογισμό του ποσού αυτού έχουν γίνει παραδοχές ως προς τους παράγοντες που συνεκτιμώνται και ως προς την ποσοτικοποίησή τους, οπότε πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια εκτίμηση. 

[3] Λαμβάνοντας υπόψη το ποσό που διατέθηκε στον ανάδοχο για την κάλυψη κεφαλαιακών αναγκών της Αγροτικής Τράπεζας, των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών και του νέου Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.

[4] Περιλαμβάνεται το ποσό που διατέθηκε ως μετοχικό κεφάλαιο στη Νέα Proton Bank.

[5] Η παραπάνω ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη τις οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) που προσμετρούνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαιά τους και τις εγγυήσεις που έχουν δοθεί στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής».
πηγή: bankofgreece.gr

Αντί για «οικονομικό θαύμα» της ΕΕ, η Ελλάδα σε σύγκλιση με τη Βουλγαρία | Focus ENA Οικονομία

     Μέχρι το τέλος των μνημονίων το 2018, η χώρα μας έχασε μερικές ακόμα μονάδες και έφτασε στο 66% του μέσου όρου, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία και την Κροατία, περνώντας πλέον στην κατηγορία της «φτωχής Ανατολικής Ευρώπης». Από το 2019 μας πέρασε και η Κροατία και από τότε μέχρι σήμερα βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση από το τέλος, οριακά πάνω από τη Βουλγαρία.


Πρόσφατα ανακοινώθηκαν από τη Eurostat τα στοιχεία για το κατά κεφαλή ΑΕΠ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα «φιγουράρει» στην προτελευταία θέση της σχετικής κατάταξης. Πρόκειται για μια θλιβερή διαπίστωση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κυρίαρχη ρητορική που, ούτε λίγο ούτε ή πολύ, προσπαθεί να παρουσιάσει την Ελλάδα ως το οικονομικό θαύμα της Ευρώπης.

Ας διευκρινίσουμε αρχικά τις μονάδες μέτρησης. Οι μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing power parities – PPPs) μετρούν την αξία μιας δεδομένης ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα ή, αντίστροφα, πόσα αγαθά και υπηρεσίες μπορεί να αγοράσει ένα ευρώ σε κάθε χώρα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα «νοητό» νόμισμα που μπορεί να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε οποιαδήποτε χώρα, με βάση το οποίο μπορεί να μετρηθεί το ΑΕΠ ή το κατά κεφαλή ΑΕΠ και να συγκριθούν οι χώρες μεταξύ τους λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα τιμών.

Περισσότερο ενδιαφέρον από τη στατική εικόνα του κατά κεφαλή ΑΕΠ σαν ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ για το 2023, έχει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του από τότε που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Αυτή φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα όπου μαζί με την Ελλάδα φαίνεται και η Βουλγαρία, η τελευταία χώρα στην ανωτέρω κατάταξη, και αποτυπώνεται η σύγκλιση.



Το 1995 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 85% του μέσου όρου των 27 χωρών της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέχρι το 2009 ακολουθούσε αυξητική πορεία. Οι πιο εμφανείς αυξήσεις σημειώθηκαν στα πρώτα χρόνια της ένταξης στην Ευρωζώνη, μεταξύ 2001 και 2004, φτάνοντας το 98% του μέσου όρου της ΕΕ-27, παραμένοντας σχετικά σταθερό μέχρι το 2009. Σε όλη αυτή την περίοδο το ελληνικό κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν υψηλότερο από 13 χώρες της ΕΕ: Όλες τις χώρες ΚΑΕ (Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης, βλ. χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ), καθώς και τη Μάλτα και την Πορτογαλία. Τότε η Ελλάδα ήταν στην κατηγορία της Νότιας Ευρώπης.

Από το 2010, με την έναρξη της κρίσης και των μνημονίων, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Το 2011 το ΑΕΠ κατά κεφαλή της Ελλάδας είχε κατρακυλήσει στο 75% του μέσου όρου της ΕΕ, πέφτοντας όχι μόνο κάτω από την Πορτογαλία και τη Μάλτα αλλά και από την Τσεχία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Η Ελλάδα άλλαξε κατηγορία και πέρασε σε εκείνη της «Ανατολικής Ευρώπης».

Μέχρι το τέλος των μνημονίων το 2018, η χώρα μας έχασε μερικές ακόμα μονάδες και έφτασε στο 66% του μέσου όρου, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία και την Κροατία, περνώντας πλέον στην κατηγορία της «φτωχής Ανατολικής Ευρώπης». Από το 2019 μας πέρασε και η Κροατία και από τότε μέχρι σήμερα βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση από το τέλος, οριακά πάνω από τη Βουλγαρία.

Το πιο προβληματικό σημείο που αναδεικνύουν τα στοιχεία δεν είναι η χαμηλή θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια, αλλά η στασιμότητα. Παρά το τέλος των μνημονίων και τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που ακολούθησαν, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να καλύψει παρά μόλις μία μονάδα απόστασης από τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο: από 66% το 2018 κατάφερε να φτάσει το 67% πέρυσι.

Με δεδομένο ότι η Ελλάδα από το 2019 και μετά καταγράφει υψηλότερο πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης από τον μέσο όρο της ΕΕ (με εξαίρεση το 2020 που η ύφεση ήταν εντονότερη) η αδυναμία κάλυψης της απόστασης σε κατά κεφαλή όρους και μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει δύο πιθανές εξηγήσεις. Είτε ο ελληνικός πληθυσμός αυξάνεται πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό, είτε οι ελληνικές τιμές αυξάνονται πιο γρήγορα από τις ευρωπαϊκές.

Το πρώτο σίγουρα δεν ισχύει: Σύμφωνα με τη Eurostat, από το 2018 μέχρι το 2023 ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 3% ενώ ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αυξηθεί κατά 0,6%. Όσον αφορά το δεύτερο, πάντα σύμφωνα με τη Eurostat, ο δείκτης τιμών της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών της Ελλάδας (από τον οποίο υπολογίζονται και οι μονάδες αγοραστικής δύναμης) ήταν στο 86,8% του μέσου ευρωπαϊκού όρου το 2018 και αυξήθηκε στο 88,2% το 2023. Επομένως, φαίνεται ότι η αύξηση των τιμών δεν επιτρέπει στην αύξηση του ΑΕΠ να μεταφραστεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου, όπως τουλάχιστον μετριέται από τις μονάδες αγοραστικής δύναμης.


 

Γιάννης Στουρνάρας: «Eθνικός στόχος η πολιτική και οικονομική σταθερότητα»

     Πρόβλημα με τον ανταγωνισμό ο οποίος ευθύνεται για την ακρίβεια στην αγορά διαπιστώνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.


Μηνύματα στους πολιτικούς, στους επιχειρηματίες και στους τραπεζίτες στέλνει ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στη συνέντευξή του στο «Πρώτο Θέμα» και τον δημοσιογράφο, Γρηγόρη Νικολόπουλο.

Θεωρεί εθνικό στόχο την πολιτική και οικονομική σταθερότητα, υπενθυμίζοντας το κόστος της κρίσης. Επισημαίνει τις παρενέργειες των πρακτικών καρτέλ που υπάρχουν σε πολλούς κλάδους, θεωρώντας την έλλειψη ανταγωνισμού αιτία τόσο της ακρίβειας προϊόντων και υπηρεσιών όσο και των χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων. Υπό προϋποθέσεις «βλέπει» μείωση του ΦΠΑ από το 24% και προβλέπει μείωση επιτοκίων σύντομα.

Ζητά να πληρώνονται οι εμπορικές συναλλαγές μέσα σε τριάντα ημέρες, όπως ορίζει ο νόμος. Χαρακτηρίζει τη μεταρρύθμιση σε όλες τις βαθμίδες της Παιδείας επείγουσα και σημαντική, ενώ επισημαίνει την ανάγκη μείωσης της γραφειοκρατίας και μεταρρυθμίσεων στην Υγεία, στη Δικαιοσύνη και τη Δημόσια Διοίκηση.

  • Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο σημαντικότερος στόχος, ο εθνικός ας πούμε στόχος που πρέπει να έχει σήμερα η χώρα μας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο; 

Η διατήρηση της σταθερότητας πρέπει να είναι ο εθνικός μας στόχος. Της πολιτικής σταθερότητας, της δημοσιονομικής σταθερότητας, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η Ελλάδα πέρασε σχετικά πρόσφατα μία μεγάλη κρίση από την οποία ανέκαμψε με τις δικές της δυνάμεις, αλλά και με τη βοήθεια των εταίρων μας, κυρίως των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το κόστος αυτών των κρίσεων ήταν πολύ μεγάλο για την οικονομία και πολύ βαρύ για όλους τους Ελληνες. Συνεπώς, πρέπει τώρα να διαφυλάξουμε τη σταθερότητα ως κόρη οφθαλμού. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο όταν χρειάστηκε για να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη. Εύχομαι να μη χρειαστεί ποτέ να το ξανακάνει. Η διατήρηση όμως της σταθερότητας αυτή τη στιγμή, όταν ένα πλήθος γεωπολιτικών κρίσεων απειλεί την παγκόσμια σταθερότητα και ασφάλεια, πρέπει, κατά την άποψή μου, να είναι ο πρωταρχικός μας στόχος.

  • Ποιες είναι οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν ώστε να διασφαλιστεί η βιώσιμη μακροπρόθεσμα ανάπτυξη της οικονομίας; 

Η μεταρρύθμιση της Παιδείας σε όλες τις βαθμίδες είναι αναγκαία και επείγουσα διότι αυτή θα διαμορφώσει το μέλλον μας. Επείγουσα είναι και η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη όχι μόνο για κοινωνικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους, ώστε να γίνει η χώρα νομικά ασφαλέστερη για επενδύσεις Ελλήνων και ξένων επιχειρηματιών. Ο περιορισμός της γραφειοκρατίας είναι μόνιμος στόχος και αυτή την προσπάθεια τη διευκολύνει η τεχνολογία, αλλά χρειάζονται και διοικητικές παρεμβάσεις. Παράλληλα, βέβαια, πρέπει να βελτιωθούν σημαντικά οι υπηρεσίες υγείας, οι μεταφορές και οι υποδομές γενικότερα και να περιοριστεί και η φοροδιαφυγή. Είναι σημαντικό μέσω των μεταρρυθμίσεων να αυξηθεί η παραγωγικότητα και, τελικά, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Πιστεύω πως ο ελληνικός λαός αυτή τη στιγμή όχι μόνο δεν εναντιώνεται στις μεταρρυθμίσεις, αλλά τις επιθυμεί.

  • Πώς βλέπετε την οικονομία σήμερα και ποιες είναι οι προοπτικές της για τα επόμενα χρόνια; 

Η ελληνική οικονομία σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από μερικά χρόνια και οι προοπτικές της είναι πολύ καλές. Πάντα βέβαια υπό προϋποθέσεις. Η διατήρηση, στο διηνεκές, πρωτογενούς πλεονάσματος 2% του ΑΕΠ στη γενική κυβέρνηση είναι αναγκαία προϋπόθεση, όπως και η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ετσι επιτυγχάνεται και η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Είμαι αισιόδοξος διότι μεσοπρόθεσμα ο μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας προβλέπεται σε 2,4%-2,5% ενώ της Ευρωζώνης περίπου 1,5%. Το χρέος, το 2023, παρέμεινε σταθερό σε ονομαστικούς όρους, αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από 172,6% του ΑΕΠ το ’22 σε 161,9% το ’23 και, όπως προανέφερα, αν συνεχίσουμε να έχουμε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα και οικονομική ανάπτυξη, το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται. Σταδιακά συγκλίνουμε με την Ευρωζώνη. Αν υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις τις οποίες η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να υλοποιήσει στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η κατάσταση της οικονομίας θα βελτιωθεί άρδην. Θεωρώ ότι οι στόχοι είναι απολύτως εφικτοί.

  • Πολλοί επισημαίνουν ότι οι επενδύσεις που γίνονται αφορούν κυρίως τον τουρισμό και τα ακίνητα και δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις. Τι εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος; 

Δεν είναι αλήθεια ότι δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις. Αντίθετα, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν και σημαντικές παραγωγικές επενδύσεις, ιδιαίτερα σε μηχανολογικό εξοπλισμό τα τελευταία χρόνια, ενώ μεγάλες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας έχουν αρχίσει να εγκαθίστανται στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα. Σύμφωνα με το Economist Intelligence Unit, το επιχειρηματικό κλίμα είναι πολύ ευνοϊκότερο, με βελτίωση της σχετικής κατάταξης κατά περίπου 30 θέσεις τα τελευταία 5 χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις που σας ανέφερα προηγουμένως θα ευνοήσουν σημαντικά τις παραγωγικές επενδύσεις.

  • Θεωρείτε ότι δεν λειτουργεί σωστά ο ανταγωνισμός στην ελληνική οικονομία; 

Θεωρώ ότι οι δυνάμεις του ανταγωνισμού πρέπει να ενισχυθούν σε αρκετούς κλάδους. Σήμερα έχουμε μεγάλη συγκέντρωση στις τράπεζες, στα καύσιμα, στα τρόφιμα, στα ιδιωτικά νοσοκομεία. Η μεγάλη συγκέντρωση οδηγεί και σε υψηλές τιμές. Γι’ αυτό εξάλλου βλέπουμε σχετικά υψηλότερες τιμές στην Ελλάδα από αυτές της Ευρωζώνης σε αρκετά αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό προκύπτει και από την πρόσφατη διαπίστωση της Eurostat που δείχνει ότι ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67% του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε., το επίπεδο τιμών της είναι στο 88,2% του αντίστοιχου μέσου όρου. Δηλαδή είμαστε ακριβότεροι από άλλες χώρες σε σχέση με το εισόδημά μας. Γι' αυτό και η ακρίβεια στην Ελλάδα δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε αρκετά νοικοκυριά. Βέβαια αυτό δεν είναι πρόσφατο πρόβλημα, αλλά έρχεται από το παρελθόν.

  • Και πάνω στις υψηλές τιμές έχουμε και έναν ΦΠΑ 24% που είναι πολύ υψηλός. Θεωρείτε ότι πρέπει να μειωθεί; 

Πράγματι, το 24% είναι από τα υψηλότερα ποσοστά ΦΠΑ στην Ευρώπη. Ετέθη όμως προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία στη χώρα την εποχή της κρίσης. Υπό την προϋπόθεση ότι η φορολογική βάση θα επεκταθεί κυρίως μέσω του σημαντικού περιορισμού της υψηλής φοροδιαφυγής, θα έβλεπα εφικτή μια μείωση του ΦΠΑ. Η προτεραιότητα όμως, κατά την άποψή μου, δεν είναι η μείωση του ΦΠΑ, αλλά η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στην εργασία. Επαναλαμβάνω όμως ότι αυτό μπορεί να γίνει υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα δημιουργηθεί δημοσιονομικό πρόβλημα με βλαπτικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, για να προσφέρει η μείωση του ΦΠΑ κάτι ουσιαστικό στην οικονομία πρέπει παράλληλα να αυξηθούν ο ανταγωνισμός και η ευελιξία στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.

  • Η αίσθηση της οικονομικής δυσπραγίας που νιώθουν πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά οφείλεται σε έναν βαθμό και στις καθυστερήσεις πληρωμών που, σύμφωνα με τα στοιχεία, είναι αρκετά δισ. ετησίως. Δημιουργείται μια έλλειψη ρευστότητας στην αγορά. Εχετε άποψη για τις πληρωμές; 

Θεωρώ ότι πρέπει να εφαρμοστεί καθολικά, χωρίς εξαιρέσεις, ο σχετικός νόμος για εξόφληση όλων των εμπορικών συναλλαγών μέσα σε 30 ημέρες. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε το 2014 και, όπως φαίνεται, πολλοί είναι αυτοί που δεν τον τηρούν. Συνεπώς πρέπει να φροντίσουμε να επιβληθεί. Μπορεί οι καθυστερήσεις πληρωμών να μη δημιουργούν δημοσιονομικό πρόβλημα, ενδέχεται όμως να προκαλέσουν άλλα προβλήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των επιχειρήσεων και τη δυνατότητα των νοικοκυριών να αντιμετωπίζουν τα έξοδα του μήνα. Και φυσικά, οι καθυστερήσεις πληρωμών δημιουργούν και μια κακή συναλλακτική νοοτροπία.

  • Πάντως τα προβλήματα ρευστότητας των επιχειρήσεων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στην αδυναμία τους να αποκτήσουν πρόσβαση στα τραπεζικά δάνεια. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες λένε ότι οι τράπεζες δεν τους δανείζουν. Τι μπορεί να κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος γι’ αυτό; 

Για το ζήτημα αυτό οι απόψεις διίστανται. Γεγονός όμως είναι ότι τα τελευταία χρόνια, με τη μεσολάβηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και τη μεσολάβηση διεθνών τραπεζών, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, έχει βελτιωθεί σημαντικά η χρηματοδότηση των υγιών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί και η ενδυνάμωση των μικρότερων, μη συστημικών τραπεζών σε όλη τη χώρα, οι οποίες εξειδικεύονται στη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων, ιδίως στην περιφέρεια. Πάντως η ενίσχυση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα θα διευκολύνει και αυτή τις χρηματοδοτήσεις των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

  • Σχετικά με τις συστημικές τράπεζες, βλέπουμε μια μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας τους, η οποία όμως προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την τεράστια διαφορά επιτοκίων χορηγήσεων και επιτοκίων καταθέσεων και από υπερβολικές προμήθειες. Θεωρείτε βιώσιμη αυτή την κερδοφορία; 

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει πολύ την κερδοφορία τους τα τελευταία χρόνια, έχουν μειώσει τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων και έχουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υψηλότερους από αυτούς που απαιτεί το εποπτικό πλαίσιο. Σε γενικές γραμμές, ακόμη και μετά την προβλεπόμενη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, θα συνεχίσουν να έχουν επαρκή κερδοφορία. Επαναλαμβάνω, πάντως, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος επιθυμεί αύξηση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό κλάδο, και εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Μάλιστα μπορώ να προσθέσω ότι υπάρχει συναντίληψη με την κυβέρνηση και ειδικά το υπουργείο Οικονομικών στο θέμα αυτό.

  • Οι ελληνικές τράπεζες -σε αντίθεση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές- δεν προσφέρουν επιτόκιο στις καταθέσεις Ταμιευτηρίου, αλλά μόνο στις προθεσμιακές σε μεγάλα ποσά. Πώς αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα; 

Οι τράπεζες είναι ελεύθερες να τιμολογούν καταθέσεις και δάνεια σύμφωνα με τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, τηρώντας βεβαίως ευλαβικά το εποπτικό πλαίσιο. Ομως η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, να δημιουργήσει συνθήκες ανταγωνιστικότερης τιμολόγησης μέσω της ενδυνάμωσης των μικρότερων τραπεζών, οι οποίες, είτε μόνες τους είτε συγχωνευόμενες, θα συμβάλλουν στην αύξηση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα. Ηδη τώρα δρομολογείται η συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα, η οποία αναμένεται να αυξήσει τον ανταγωνισμό. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετούν και οι λοιπές μη συστημικές τράπεζες, συνεταιριστικές και μη.

  • Παρά το γεγονός ότι έχουμε μόνο 4 συστημικές τράπεζες, δεν βλέπουμε ξένες -που επίσης θα τόνωναν τον ανταγωνισμό- να έρχονται στην Ελλάδα. Γιατί; 

Δεν έχει ξεκινήσει ακόμη στην Ευρώπη, μετά τη μεγάλη κρίση του 2008-2010, η διασυνοριακή κινητικότητα μεταξύ τραπεζών διότι ακόμη δεν έχει επιτευχθεί πλήρης τραπεζική ενοποίηση (π.χ. δεν υπάρχει ακόμη ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων). Αλλά δεν είναι μόνο η τραπεζική ένωση που δεν έχει επιτευχθεί πλήρως. Δεν υπάρχει ούτε ενοποίηση των κεφαλαιαγορών που είναι αναγκαία για την κεφαλαιακή ενδυνάμωση της Ε.Ε., ενώ θεωρείται πολύ μακρινή προοπτική και η δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης. Δυστυχώς αυτή η πολυδιάσπαση δεν ευνοεί την κινητικότητα τραπεζών και τραπεζικών υπηρεσιών μέσα στην Ε.Ε.

  • Μια και μιλάμε για επιτόκια, θεωρείτε ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει γρήγορα σε μείωσή τους; 

Εφόσον ο πληθωρισμός εξελιχθεί σύμφωνα με την πρόβλεψή μας του Μαρτίου, και εφόσον η τάση αυτή διατηρηθεί ως το τέλος τους έτους, θεωρώ ότι θα έχουμε φέτος μειώσεις των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ. Προσωπικά θεωρώ ότι η μείωση των επιτοκίων τέσσερις φορές φέτος, από 25 μονάδες βάσης κάθε φορά, είναι εφικτή. Αλλά αυτό δεν αποτελεί ακόμη ενιαία άποψη μέσα στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Ορισμένοι συνάδελφοι είναι πιο επιφυλακτικοί και θεωρούν ότι οι μειώσεις των επιτοκίων πρέπει να είναι πιο συγκρατημένες.

  • Είναι ο γνωστός καβγάς μεταξύ των διοικητών; «Ιέρακες και περιστερές»; 

Γιατί διαφωνείτε αφού τον ίδιο στόχο έχετε, την τιθάσευση του πληθωρισμού. Οι διαφορές απόψεων μέσα στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι πολύ μικρότερες από την εικόνα που υπάρχει στα μέσα ενημέρωσης. Το επίπεδο των επιχειρημάτων όλων είναι πολύ υψηλό και δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτόματα μια «αυτονόητη» λύση. Υπάρχει συζήτηση με βάσιμα επιχειρήματα απ’ όλες τις πλευρές. Και οφείλω να πω ότι η κυρία Λαγκάρντ αφιερώνει πολύ χρόνο στην επίτευξη συναίνεσης γύρω από κάθε απόφαση. Γι’ αυτό εξάλλου και η ΕΚΤ κατάφερε, μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες, να πετύχει μείωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη χωρίς ύφεση και χωρίς να θιγεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, και κυρίως το τραπεζικό σύστημα.

  • Εφόσον έχουμε διακυμάνσεις των επιτοκίων σε Ε.Ε. και ΗΠΑ, τι προβλέπετε για τη διαμόρφωση της ισοτιμίας ευρώ - δολαρίου τους επόμενους μήνες; 

Η ισοτιμία ευρώ - δολαρίου δεν είναι στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Ο βασικός στόχος της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος είναι η σταθερότητα των τιμών (πληθωρισμός 2%). Συνεπώς, θα αποφύγω οποιαδήποτε πρόβλεψη για την ισοτιμία δολαρίου - ευρώ. Πάντως δεν βλέπω τον λόγο για μεγάλες διακυμάνσεις, αφού ουσιαστικά οι τάσεις των επιτοκίων σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη είναι σχεδόν παράλληλες.
πηγή: protothema.gr

MOODY’S: Διατήρησε την Ελλάδα ένα «σκαλοπάτι» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα

     Η Moody's στην ανακοίνωση της αναφέρει ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία περιλαμβάνουν το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς... 


Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody's, παρά τις κυβερνητικές προσδοκίες, διατήρησε αμετάβλητη την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου στην κατηγορία Ba1 με σταθερές τις προοπτικές της οικονομίας.

Αμετάβλητη, ένα «σκαλοπάτι» πιο κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody's.

Παράλληλα, διατήρησε αμετάβλητες τις προοπτικές της οικονομίας.

Ο οίκος Moody's παραμένει ο μοναδικός οίκος αξιολόγησης που διατηρεί την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε μη επενδυτική βαθμίδα, στην κατηγορία Ba1.

Η Moody's στην ανακοίνωση της αναφέρει ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία περιλαμβάνουν το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς και περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα μέσω της διεύρυνσης της εξαγωγικής βάσης θα χρειαστούν χρόνο.

Όπως εκτιμά η Moody's στην αναβάθμιση της οικονομίας θα μπορούσε να συμβάλλει η συνέχιση της οικονομικής πολιτικής και της δέσμευσης για δημοσιονομική εξυγίανση, σε συνδυασμό με την επιτυχή εφαρμογή των υπόλοιπων μεταρρυθμίσεων, ιδίως στο δικαστικό σύστημα, που θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς, ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της δημοσιονομικής ευρωστίας και την επεξεργασία των μη εξυπηρετούμενων δανείων και θα στήριζαν μια υψηλότερη αξιολόγηση.

Επιπλέον, μια ταχύτερη αλλαγή στην οικονομική δομή της Ελλάδας που συμβάλλει στη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας θα ήταν θετική για την πιστοληπτική ικανότητα. Περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα, μειώνοντας τη μεταβλητότητα της κερδοφορίας και φέρνοντας την ποιότητα του ενεργητικού και τους δείκτες κεφαλαιοποίησης πιο κοντά στο μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, θα ήταν επίσης πιστωτικά θετικές.

Αντιθέτως επιδείνωση της πιστοληπτικής της ικανότητας θα μπορούσε να προκύψει από μια αντιστροφή της πολιτικής που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια ή από ενδείξεις ότι οι μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος δεν αποδίδουν την αναμενόμενη ώθηση στην ανάπτυξη και τη δημοσιονομική θέση της χώρας , επιβαρύνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και τις επενδύσεις.

Ειδικότερα, ενδείξεις ότι είναι πιθανή μια διαρκής, ουσιαστική επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της γενικής κυβέρνησης, ενδεχομένως σε συνδυασμό με μια απότομη επιδείνωση της υγείας του τραπεζικού τομέα, θα προκαλούσαν αρνητική δράση αξιολόγησης. Μια κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε επίσης πιθανότατα σε πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση.

Όσον αφορά στην απόφαση του κατά την τρέχουσα αξιολόγηση να διατηρήσει αμετάβλητη τόσο την πιστοληπτική ικανότητα όσο και της προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο διεθνής οίκος, αναφέρει ότι στηρίζεται σε ό ένα σταθερό ιστορικό μεταρρυθμίσεων, το οποίο έχει οδηγήσει σε ορατές βελτιώσεις των θεσμών και της διακυβέρνησης, σε ισχυρότερες επενδύσεις και σε έναν υγιέστερο τραπεζικό τομέα.

Ωστόσο, παρά την αναμενόμενη μεγάλη μείωση, το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ υψηλό. Η ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους και το μεγάλο ταμειακό απόθεμα αποτελούν σημαντικά εξισορροπητικά στοιχεία.

Η ελληνική οικονομία έχει αντέξει ικανοποιητικά την ενεργειακή κρίση και τα σημαντικά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ, σταθερό Ααα) καθώς και οι ιδιωτικές επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Μαζί με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αυτό θα συμβάλει στην άνοδο της δυνητικής ανάπτυξης και θα αντισταθμίσει σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις από τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.
euronews